Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "γριά"
Αποτελέσματα 176-195 από 486
-
Είχαμι στινά τ' γραία, φάσκιουσιον, κιού φρούντας
Φάσκιουσιν = εγέννησεν, Ερούντας = γέρος. Λέγεται επ' εκέινων οι προστίθενται άλλα δεινά ένα είχον αρκετά ώστε να καθιστώσι την θέσιν αυτών δυσχερή -
Εκατό χρονώ γρϊά και 'υρεύγει παdρειά
(1963)Ερμηνεία: Λέγεται κυρίως, όταν ένας ηλικιωμένος, και μάλιστα γυναίκα, επιδιώκει γάμο, αλλά και όταν ένας ηλικιωμένος επιχειρεί κάτι δυσανάλογο προς την ηλικία του -
Ελί μπισεν η ρκά στα σύκα εννά φά τζαί τα σακόφυλλα
Λέγεται για κείνους που απολαύουν κάτι, ώσπου το εξαντλήσουν -
Ελίμπισεν η 'ρκά στα σύκα τ'αι εννά φάη ταί τα συκόφυλλα
(1912)Συνηθίζω εις τι επί αδιακρίτων ανθρώπων, οίτινες ζητούσιν αδιακόπως πράγματα τθ όπερ της εδόθη δις κ' τρις -
Ελίμπισεν η 'ρκά στα σύκα τζι' εν να φάη τζιαί τα συκόφυλλα
(1951)Ταίριαζε η γρηά στα σύκα και θα φάη και τα συκόφυλλα. Λέγεται δι εκείνους οι οποίοι αγαπήσαντες κάτι δεν το αφήνουν παρά μέχρι του αφανισμού -
Ελύμπισεν η ρκά στα σύκα, τζ' εν να φα τζαί τα συκόφυλλα
(1940)Δυστυχώς αποβάλλομεν τας έξεις και συνηθειάς μας