Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "γεμίζω"
Αποτελέσματα 173-192 από 203
-
Φασούλι – φασούλι γιμώνει (γεμίζει) το σακκούλι
(1958)Όταν με το λίγο σταθερό κέρδος αποταμιεύονται οικονομίες -
Φασούλι, φασούλι γεμίζ το σακκούλι
(1917) -
Φασούλι, φασούλι γεμίζ' το σακκούλι
(1873) -
Φασούλι, φασούλι γεμίζει το σακκούλι
(1937) -
Φασούλι, φασούλι γεμίζει το σακκούλι
(1940) -
Φασούλι, φασούλι γεμίζει το σακκούλι
(1938) -
Φασούλι, φασούλι γεμίζει το σακκούλι
(1949)Πρβλ. Την αγγλ. Pence make shillings and shillings make pounds -
Φασούλι, φασούλι γεμίζει το σακκούλι
(1958)