Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "γερνώ"
Αποτελέσματα 156-175 από 177
-
Σόπου ο δϊέβος 'ηρανέσκει 'ίνεται άιος
(1951)Οταν γερνάει ο διάβολος, γίνεται άγιος. Για τους γέρους που το ρίχνουν στις προσευχές, ενω πέρασαν τα νιάτα τους στην αμαρτία -
Τόρα που εγεράσαμεν, εβάλαμ μας φώκος στογ κώλον
(1940)Επί αναθέσεως εργασιών υπέρ δύναμιν, και εις εποχήν δύσκολο δια την διεκπεραίωσιν των -
Του 'ηρανέσκει ο λύκος, 'ίνεται στσυλλού ο μασχαράς
(1951)Ο λύκος που γερνάει, γίνεται του σκυλιού μασκαράς. Εναν δυνατό που γέρασε, όλοι τον ξεφτελίζουν -
Τση 'υναίκας α τζ' ήλειπεν η πλύση κι' η 'έννα, ποτέ τση δεν εέρνα
(1963)Δηλαδή, αυτά τα δυό κουράζουν, καταβάλλουν την γυναίκα -
Τώρα πιόν που γέρασε, άμε καλοερέψου
(1876) -
Τώρα στα γέρη σου, άμε καλοερέψου
(1876) -
Ώσπου πάμεν τζ'αι γερνούμεν, άλλα πράματα θωρούμεν. Όσο πάμε και γερνάμε άλλα πράματα κοιτάμε
(1948)Για νέα πράματα παράξενα -
Ώσπου πάμεν τζαι γερνούμεν άλλα πράμματα θωρούμεν
(1940)Δια κάθε νεωτερισμόν και πράξιν μη αναμενομένην