Αποτελέσματα 153-172 από 367
-
Είπαμι 'α μη βρέξουμε όχ' TCH' ά μη θρέψουμι
(1959)Μια φορά ένας ζηυγάς έκανι ου θγιό gbάρου για να τ' λέγ' πότθ θα βρέκch' για να σπέρν' TCHί, πότε 'ε θα βρέκCH να μη σπέρν' . Μια χρουνιά τ' είπι η θγιός πους ' έ θα βρέκCH' TCH' η g'bαπουςιd' εν έσπειρι. Αλλά οι TCHιροί ... -
Επεψέν τον να δη πο βρέσει
(1940)Εκεί που βρέχει φαίνεται. Λέγεται δι' άτομα ενοχλητικά, που κατορθούμεν να απαλλαγώμεν -
Επήρε τα βρεμένα του κι' έφυγε
(1909) -
Επήρεν τα βρεμμένα της τζ' έφυεν
(1940)Εκείνος που εσφάλε και επεκαλύφθη κρύβεται από την εντροπήν του -
Ετόν και παντέμορφος, έρθεν κι όνταν έβρεχεν
(1929)Ήτο και πανώρια, ήρθε κι όταν έβρεχε. Επί συμβάντος δυσαρέστου γενομένου εν ακαταλλήλω ώρα -
Η θα βρέξ' ή θα χιονίσ' ή καλός κιρός θα κάν'
(1915)Επί ανθρώπων απαντώντων δι' απεκφυγών, ιδία δε προβαινόντων εις μαντείας ασφαλείς περιλανβανούσας πάντα τα πιθανά -
Ήλθε 'σαν τη βρεμμένη γάτα
(1892) -
Ήταν και πεντάμορφη ήρθε κι όταν έβρεξε
(1907)Ειρωνικώς, διότι όταν βρέχη την Κυριακήν, θεωρείται κλαψιάρα η νύμφη -
Ήτανε η αλεπού βρεμμένη, την χτύπησε και η ζίφα
(1956)Για ένα αδύνατο που τον βρίσεκει ένα τι και γίνεται αιτία να χειροτερεύση -
Ήτο τσαί καρφιά, εβράχησα τσιόλα
(1934)Τα καρφιά βρεχόμενα σκωριάζουν. Λέγεται επί προυπαρχούσης φυσικής αδυναμίας ή ανικανότητός τινός ήτις επεδεινώθη δια τυχαίον περιστατικόν -
Θα βρέξης κώλο να φας ψάρια
(1918)Όταν βλέπουν τινά αθυμούντα και τον προστρέπουσι να αποτελιώση το έργον των -
Θα βρέξης κώλο να φας ψάρια
(1959)Θα ιδρώσης και πρέπει να ιδρώσης για να αποχτήσης, ή καλό δίχως κόπο δεν πάει