Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 146-165 από 508
-
Εγώ ντο είχα επούλτσα – το και άλλο κι΄αγοράζω
(1939)Εγώ ό,τι είχα το πούλησα και δεν αγοράζω πια τίποτε. Λέγεται με κάποια μελαγχολική διάθεση από ηλικιωμένους, που είδαν κι΄επέρασαν πολλά και δεν τους έμεινε πια περιθώριο για απολαύσεις στη ζωή. Επίσης και ειρωνικά στους ... -
Εγώ νύχτα μερ' δαβαίνω, εσύ ολημέρα 'κ' επορείς να δαβαίντς
(1939)Εκεί που περνάω εγώ νύχτα εσύ το μεσημέρι δεν μπορείς να περάσεις. Λέγεται εγωϊστικά από κείνους, που θέλουν να κάνουν τον παληκαρά και τον άφοβο και να επιδείξουν ανωτερότητα σε ευψυχία απ' εκείνον στον οποίον απευθύνονται. ... -
Εδέβασεν α κά
(1939)Το κατέβασε κάτω. Κατάντησε αδιάντροπος, ανυπόφορος, ασυμμάζευτος ̇ ή χρεωκόπησε -
Εδέβασεν-άτα κα [ή αφκά-τ' ατ ]
(1939)Τα κατέβασε κάτω ή από κάτω του. Τ' άκανε στα βρακιά του. Και σε μεταφορική σημασία: Τα χρειάστηκε ̇ κιότησε ̇ δείλιασε ̇ του πήγε ζουμί -
Εδέκα – τον πρόσωπον
(1939)Τουδωσα θάρρος, του έχω επιτρέψει να αστειεύεται και γενικά ναχει οικειότητα μαζί μου -
Εθέλναν και τα λάχαν “πάτερ ημών”
(1939)Για περιττή αταίριαστη πολυτέλεια σε πρόσωπα ή ζητήματα που δεν αξίζουν τον κόπο -
Εκάεν το κερίν κ΄εκόπεν η συντεκνία
(1939)Ερμηνεία: Χρησιμοποιείται όταν πεθαίνει ο αναδεξιμιός ή ο ανάδοχος, ο κουμπάρος, η νύφη ή ο γαμπρός -
Ελάδ' αν εν' ανοίεται, νερόν αν εν' στεγνούται
(1939)Για φήμη ανεξακρίβωτη που αν είν' αληθινή θα επικρατήσει κι' αν όχι θα σβύσει