Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 1413-1432 από 3657
-
Επήραν οι πετεινοί τες μίξες τους
(1940)Λέγεται δια τους καυχηματίας, που γυμνοί επιχειρημάτων αποχωρούσι μετά συζήτησιν κατεντροπιασμένοι -
Επήρεμ μούλασ σελλοχαλινωμένην
(1940) -
Επήρεν η αλουπού τες μίξες της
(1940)Ερμηνεία: Επί γυναικών που μετά λογομαχίαν, ελλείψει επιχειρημάτων, φεύγουσι -
Επήρεν ο κουτσός κατήφορον
(1940)Την κατωφέρειαν ο γέρων και ο κουτσός διατρέχει ευκολώτερον, παρά το ανήφορον -
Επήρεν ο νους σου αέραν
(1940)Όπως ο αέρας φουσκώνει τα πανιά, και το πλοίον πλέει ασυγκράτητον, ούτω πως η ελπίς και η επιτυχία παραφουσκώνει τα μυαλά μας και χωρίς σκέψεις ενεργούμεν απροσέκτως -
Επήρεν τα άσπρα μετρητά
(1940)Ερμηνεία: Λέγεται επί των εντίμων που εξ εαυτών κρίνοντες πιστεύσουσι κάθε διήγησιν -
Επήρεν τα βρεμμένα της τζ' έφυεν
(1940)Εκείνος που εσφάλε και επεκαλύφθη κρύβεται από την εντροπήν του -
Επήρεν τα όρη πίσω του, τζαι τα βουνά ομπρός του
(1940)Χαρακτηριστική αλλοφροσύνης, συνεπεία μεγάλου θυμού ή λύπης -
Επήρεν τόν αέραν σου
(1940)Σέ κυριαρχεί. Ναυτική εικών. Όπως τό ιστιοφόρον δεξιώς πηδαλιουχούμενον εμποδίζει τον αέρα νά γεμίσει τά πανιά έτερου υπάρχουσι καί άτομα επηρεάζοντα άλλων τήν θέλησιν -
Επήρες κόρην άσσημην: Εν τα γεννητικά της. Εκαμέν το τζ' η μάνα της, έκαμεν το τζ΄η θκειά της
(1940)Επί πράξεων αξιομέμπτων, ιδία ανήθικων, εχουσών δικαιολγίαν ότι οφείλονται εις φύσει ή εκ κληρονομικότητος διεστραμμένον χαρακτήρα -
Επιάστηκα που τα μαλλιά μου
(1940)Δια τους αλλοφρονούντας, τους ευρισκομένους εις πλήρη απόγνωσιν -
Επιάστηκε στο δίχτυμ μου
(1940) -
Επκέρωσε τα σπασμένα
(1940) -
Επόκατσεσ σαν την αλουσίβα
(1940)Στάκτη εις ποσότητα ύδατος γίνεται αλουσίβα προς πλύσιν. Το νερόν θολόν καθαρίζει βαθύτερον. Λέγεται επί θυμού κατευνασθέντος -
Επολοήθεν ο γάδαρος, που την απόσσω πάχνην
(1940)Επί όσων απρόσκλητοι επεμβαίνουσιν εις υποθέσεις άλλων αγνώστων