Πλοήγηση Παροιμίες ανά Συλλογέα "Λιουδάκη, Μαρία"
-
Ο γυιός γαμπρός δε γίνεται, κι η νύφη θυγατέρα
Λιουδάκη, Μαρία (1937)Δεν μπορεί να σε πονέση ο γαμπρός κι η νύφη, όσο τα παιδιά σου -
Ο γυιός, γαμπρός δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα
Λιουδάκη, Μαρία (1938)Η πενθερά δε μπορεί ν' αγαπήσει το γαμπρό και τη νύφη, όσο το γυιό και τη θυγατέρα -
Ο γυιός, γαμπρός δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα
Λιουδάκη, Μαρία (1937)Ερμηνεία: Όσον κιαν αγαπά η πεθερά τους γαμπρούς και τις νύφες της, ποτέ δεν τους αγαπά όπως τους γυιούς και τις κόρες ή το αντίθετο -
Ο έρωτας είναι στραβός κι όπου είναι χτυπά
Λιουδάκη, Μαρία (1939) -
Ο ήλιος στα ξεχύματα πεζούς δεν ανιμένει και την καλή νοικοκερά να στέση το τσικάλι
Λιουδάκη, Μαρία (1938)Ξεχύματα = όταν πάρει προς τη δύση -
Ο ήλιος στα ξεχύματα πεζούς δεν ανιμένει και την καλή νοικοκερά να στέση το τσικάλι
Λιουδάκη, Μαρία (1937)Ερμηνεία: Άμα κλίνη ο ήλιος προς τη δύση βραδιάζει γρήγορα -
Ο Θεός άλλους πλάνει, άλλους κλάνει κι άλλους πουτσουλά και βγαίνει
Λιουδάκη, Μαρία (1938)Το λέν όταν παρουσιάζονται ειδών ειδών άνθρωποι δηλ. όλοι δεν είναι ίδιοι -
Ο Θεός αργεί μα δεν αλησμονάει
Λιουδάκη, Μαρία (1940) -
Ο Θεός έχει ολωνών την έννοια
Λιουδάκη, Μαρία (1938) -
Ο Θεός έχει σκάλες κι ανεβάζει και κατεβάζει
Λιουδάκη, Μαρία (1939)Άλλοι γίνονται και άλλοι ξεγίνονται -
Ο θεός κάνει αρφανά, μα άμοιρα δεν κάνει
Λιουδάκη, Μαρία (1938) -
Ο Θεός να σε φυλάη από σπανό
Λιουδάκη, Μαρία (1939) -
Ο Θεός να σε φυλάξη από καινούργιο πλούσιο
Λιουδάκη, Μαρία (1939) -
Ο θεός ορφανό κάνει, άμοιρο δεν κάνει
Λιουδάκη, Μαρία (1938) -
Ο Θεός σκάλες ανεβάζ' και σκάλες κατεβάζ'
Λιουδάκη, Μαρία (1940)