Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 126-145 από 181
-
Οπ' λυπάται το ραβδί του, κείνος χάνει το παιδί του
(1939)Περί της υπερβολικής αγάπης μερικών γονέων προς τα τέκνα των, η οποία μόνον πρόξειος ζημία εις αυτά καθίσταται -
Ορίστε, γαbρέ, και σύκο, Α σ'κωθώ κι α σκωθώ, ζ'πεθέρα
(1939)Παρεξήγησις. Επρόσφερον σύκο εις τον γαμβρόν και αυτός ενόμισεν ότι του είπαν να σηκωθή δηλ. να φύγη, δηλ. αυτός άκουσε: “Και σήκω” -
Ούλ' γελούνε με τα μένα, έσκασα κι εγώ στα γέλια
(1939)Ο περιγελωμένος και μη συναισθανόμενος την θέσιν του που ελάμβανε μέρος εις την διαπόμπευσιν του εαυτού του -
Πάπια πατρικιά, χήνα καραγκιόζα, μ'σιρ κολοβό κι κουτσ'λιώτ'ς πονηρός
(1939)Συνοδεύεται από κείμενο... -
Παρασπρουχμένο καΐκι σε καλό λιμάν' αράζ'
(1939)Ερμηνεία: Όποιον τον καταφρονούν και δεν τον λαμβάνουν υπ' όψιν τους, αυτον τον ευνοεί η τύχη περισσότερο -
Πέθανε να σ' αγαπώ, να ζης να σ' έχω αμάχη
(1939)Δια μερικούς που έδειχναν υπερβολικήν θλίψιν κατά τον θάνατον των οικείων των, ενώ όταν έζων εφέροντο βαναύσως προς αυτους -
Πιάσ' του gασιδ' πάρ' τα γένεια τ'
(1939) -
Πιάσε δορκάν και κόζε ξύλο
(1939)Το λένε σε κείνους που προσπαθούν να κάνουν μια δουλειά, που είναι αδύνατο να γίνη -
Πουλα με, για να μη σε π'λήσω
(1939)Δια κάτι το οποίον υπήρχε κίνδυνος να βρωμήση και να καταστρέψη εξ ολοκλήρου τον έμπορον -
Πουλούμι τουν ήλιον κι' αγοράζουμι το γκάζ'
(1939)Όταν αφήνουμε και περνάει το φώς της ημέρας, χωρίς να δουλέψουμε και δουλεύουμε το βράδυ -
Ράλις, Κουτρούλις, μάγειρας
(1939)Ειρωνικώς δι' όσους ανεκατεύοντο εις εργασία, που δεν ήσαν της ειδικότητός των -
Σ' λουγιέται σα dου γ' ρούν π' θα gλάσ'
(1939)Δια τα παιδιά, όταν ηρωτώντο και δεν απήντων, είτε λόγω ενοχής είτε λόγω αμηχανίας.