Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "γενιά"
Αποτελέσματα 110-129 από 135
-
Ούλοι οι άλλοι μνιά 'εννιά
(1894) -
Πάρε που γενιάς, τζ' έννοιαμ μεν έσεις
(1940)Καλή κοινωνική θέσις μιας οικογενείας αποκτάται δια μακράς προσπαθείας, συνακολουθείται δε απο ανωτερότητα χαρακτήρος -
Που γεννιάς γύρεβκε τζι' ένοιαν μεν έστεις
(1951)Λέγεται ειδκώς γι' εκείνους που ζητούν την αποκατάστασίν των δια της εις γάμου κοινωνίαν -
Πρίν εϋρεύκαμ που γενιάν, τωρά γυρεύκουμ πόσει, μα πόσει νουν τζαί στόχασην, πάλε γενιάγ γυρεύκει
(1931)Πριν εγυρευ' απο γενιά, τώρα ζητάν ποιός έχει (δηλαδή λεφτά), μα πούχει νου και στοχασμό, πάλι γενιά γυρεύει -
Πριν εγυρεύαν πο γενιά, τώρα ζητάν ποιός έχει (δηλ. Λεφτά), μα που 'χει νου και στοχασμό πάλι γενιά γυρεύει
(1948)Ερμηνεία: Πρέπει να προτιμά κανείς τις καλές οικογένειες παρά το χρήμα, οσάκις πρόκειται για συνοικέσιο -
Πριν εγυρεύκαμ που γενιάν. Τόρα γυρεύκομ πόσει. Μα πόσει νουν τζαί στόχασιμ, πάλε που γενιάγ γυρεύκει
(1940)Τα χρήματα είναι επιθυμητά και συμβάλλουσιν εις την ευτυχίαν μας, καλλίτερον όμως εφόδιον είναι το χρηστόν ήθος -
Πριν εϋρεύκαμ που γενιάν, τωρά γυρεύκουμ πόσ'ει, μα πόσ'ει νουν τζ'αι στόχσην πάλε γενιάγ γυρεύκει
(1948)Ερμηνεία: Πρέπει να προτιμά κανείς τις καλές οικογένειες παρά το χρήμα, οσάκις πρόκειται για συνοικέσιο -
Σαν είν' από γένει' άνθρωπος κι' από μεγάλη σκλέτη, ούλο το βιό σου 'ξόδιαζε και κάνε του ραέτι
(1893)Εν λεξιολ. Σελ. 176, Σκλέτη (η) και σκλετάδα=γένος, γενεά -
Σόϊ πάει το βασιλίκι
(1876) -
Το δένdρον με τις κλώνους του πρέπει κι' άθθρωπος με τη γενεοκλά(δ)α του
(1893)Ερμηνεία: Επί των συνταυτιζομένων συγγενών. Σημ. γενεοκλά(δ)α=οικογένεια