Πλοήγηση Παροιμίες ανά Συλλογέα "Λιουδάκη, Μαρία"
-
Κριθάρι γερό θέριζε και στάρι παλληκάρι και την ταγή μελίχλωρη να σου γνωρίζη χάρη
Λιουδάκη, Μαρία (1938)Μελίχλωρος = όχι πολύ ξηρός, νάη και λίγη χλωράδα -
Κρυφά παντρεύεσαι, φανερά μπομπεύεσαι
Λιουδάκη, Μαρία (1939) -
Κρυφή πληγή δε γιαίνει
Λιουδάκη, Μαρία (1939) -
Κρυφό πράμα γένεται
Λιουδάκη, Μαρία (1938) -
Κύλισε η τέντζερη κι ευρήκε το καπάκι
Λιουδάκη, Μαρία (1939)Το λέω για το κακό ανδρόγυνο που ταιριάξανε -
Κύλισεν ο τζέντζερης κι ευρήκε το καπάκι
Λιουδάκη, Μαρία (1938) -
Κύλισεν ο τζέντζερης κι ηυρήκε το καπάκι
Λιουδάκη, Μαρία (1937) -
Κύλισεν το χουτί κι ευρήκε το καπάκι
Λιουδάκη, Μαρία (1938)Το λέω όταν σμίξουν δυό κακοί. Χουτί= κουτί -
Κυριακάτικη κεδιά παίρνει ο δαίμονας τη μιά
Λιουδάκη, Μαρία (1938)Την Κυριακή δεν πρέπει να ράβουν -
Κώλο δέρνεις, κώλαρίδ' αφήνεις
Λιουδάκη, Μαρία (1939)Το λεν όταν δέρνουν ένα παιδί μ' αυτό δεν συμμορφώνεται -
Κώλο δέρνω, κώλ' αφήνω, πάλι κωλαρέντζος είναι
Λιουδάκη, Μαρία (1939)Το λεν για τους αδιόρθωτους. Όσο και να τους τιμωρή οι ίδιοι μένουν