Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "δανεικός"
Αποτελέσματα 101-120 από 171
-
Δανεικόν κι' αγύριστον
(1874) -
Δανεικόν κι' ανυπόστρεφο
(1876) -
Δανκό κυρά τ' αλεύρι δαν'κό κι του προυζύμ'
(1915)Απειλή ανταποδόσεως ή και θριαμβευτικώς κατά την ανταπόδοσιν βλάβης ή ύβρεως -
Έδ δανεικά τα πίσκαλα στογ γάμον
(1931)Άμα θέλη κανείς να δηλώση πως θ' ανταποδώση τα ίσα. Η παροιμία προήλθεν από την συνήθεια πού' χουν οι χορευτές όταν χορεύουν το “ζεϊπέκκιν”, ο ένας να στέκεται και να “πισκαλίζη” (κτυπάη τις παλάμες στον άλλο που χορεύει) ... -
Θαρρείς δανεικό α το πάρεις
(1917)Επί των πληρούντων το ποτήριον ύδατος ή οίνου μέχρι χειλέων εις βαθμόν, ώστε το υγρόν να εκρέη -
Κουλλdούργκια του γάμου δανεικά
(1932)Όταν δίνης κάτι τι και το ανταποδίδουν, όπως συμβαίνει στα κουλούρια του γάμου, που όλοι παίρνουν και συγχρόνως δίνουν