Πλοήγηση Παροιμίες ανά Συλλογέα "Χουρμουζιάδης, Κ."
-
Ας πα να λέϊ ο κόσμος εσύ εκείνο που ξέρς
Χουρμουζιάδης, Κ. (1941)Μην παρασύρεσαι από την γνώμην των άλλων -
Ας τή δλειά σ και πιάνε τα βλιά σ
Χουρμουζιάδης, Κ. (1941)Επί των παραμελούντων τάς εργασίας των χάριν των γυναικών -
Ας τρέχη ο πίρος κι ας είναι κι΄ από λίγο
Χουρμουζιάδης, Κ. (1941)Παραίνεσις εις τους ζητούντας πολλά, και περιφρονούντας τα ολίγα -
Αύριο είναι Κυριακή, τρώγω ξύδι και φακή, βάζω κόκκινο βρακί, και πλαλώ εδώ και κει
Χουρμουζιάδης, Κ. (1941)Παιδικόν σκώμμα, επί παίδων, τα οποία μόνον κατά τας εοργάς φορούν βρακί -
Αυτά τ' ακούγω βερεσιά
Χουρμουζιάδης, Κ. (1941)Επί των συμβουλευόντων να μη κάμωμεν τι διότι τάχα θα ζημιωθώμεν = Δεν τα λαμβάνω υπ' όψιν -
Αυτός πάλε άλλο παπαβγαgέλιο
Χουρμουζιάδης, Κ. (1941)Επί των ακαίρως εγειρόντων αξιώσεις. Γιά κείνους πού ανοίγουν συζήτησι επί άλλου θέματος. 141, 126 -
Αχόρταγο αχών
Χουρμουζιάδης, Κ. (1941)Ερμηνεία: Επί των λαιμάργων οι οποίοι τρώγουν σαν να είναι πάντοτε πεινασμένοι. Λέγεται και “Αχόρταγο λωχάρ” -
Βαρειά η καλογερική
Χουρμουζιάδης, Κ. (1941)Δια τους δυσκολευομένους να συνηθίσουν εις την τακτικήν εργασίαν -
Βαριά να παμ' αλήγορα
Χουρμουζιάδης, Κ. (1941)Επί των βιαζομένων ν' αναχωρήσουν την τελευταίαν στιγμήν και ως εκ τούτου λησμονούντων να παραλάβουν μετ' αυτών τα προς τούτο αναγκαία, αναγκαζομένων δε να επιστρέψωσι προς παραλαβήν των, και τοιουτοτρόπως βραδυνόντων. ... -
Βαριά, να παμ' αλήγορα!
Χουρμουζιάδης, Κ. (1941)Επί των βιαζομένων ν' αναχωρήσουν την τελευταίαν στιγμήν και ως εκ τούτου λησμονούντων να παραλάβουν μετ' αυτών τα προς τούτο αναγκαία. Επίσης λέγεται και διά τους βιαστικούς, οι οποίοι προσκόπτουν ή πίπτουν -
Βγήκαν τα κολοκυθάκια, άρκεψαν τα νυχτεράκια
Χουρμουζιάδης, Κ. (1941)Τα γλυκά κίτρινα κολοκύθια, όταν ωριμάσουν, αρχίζουν οι μεγάλες νύχτες και τα νυχτέρια -
Βγήκε γήλιος με τα δόdια κι αλεπού με τα μουστάκια
Χουρμουζιάδης, Κ. (1941)Λέγεται δια τας ηλιολούστους ημέρας του χειμώνος, ότε το ψύχος εξακολουθεί δριμύ -
Βούρτσα, κούπανος
Χουρμουζιάδης, Κ. (1941)Ερμηνεία: Γρήγορα και βιαστικά, όπως όταν σφουγγαρίζουν με την βούρτσαν ή κουπανίζουν λινάρι