Πιττ' αbρός και πιττ' απίσω, ωάβγω θέλω να μιλήσω τση 'ειτόνισσας το δίκιο
Comments and Use
Λέγεται για γλωσσούδες, τις ξενόγνοιαστες, που δεν αφίνουν τίποτε ασχολίαστο. Λέγεται ή μόνο ο πρώτος στίχος ή και οι τρεις. Από τον ακόλουθο μύθο; Ήτονε, λέει, μια gοπελούδα μια βολά κι ήτονε φαφλατού κι ότι ήθελεν ακούση μες στη 'ειτονιά, ήθελε ν' ανεκατωθή. Κι' οdεν απαdρεύτηκε τζ' ήκανεν η πεθερά τζη τη bαρατήρηση κι ήλεέ τζη να μην ανεκατώνεται. Ότι κι' άν ήκανε, ν'ακούση καυγά, ήθελε να το παραλτηση νάβγη να βάλη το bόdο τζη. Τη ζύμ' επαράτα dο τηάνι κι' εκάβγουdανε, το παιδί τζ' επέταν εκειχάμαι κι' ήβγαινε να δή, είdα τρέχει, ότι νάθεν ακούση λάτρα. Η πεθερά τζη δεν ήκανε dίοτα 'τα το ινάτι τζη. Ένα Σαββατο 'σκέφτηκεν η πεθερά τζη και την ήγδυσε gαλά-καλά 'τα να dρέπεται, και τίοτα νακούση, νάβγη όξω. Εκεί όμως πο' ζύμωνεν ακούει καυγά και παρατά το ζυμωτό και πάει ναβγή όξω και τση λέει η φουρναριά, λέει “Μωρή, που πάς γδυμνή;” Και στρέφεται και πιάνει δυό κομμάθια ζύμη και βάνει το έν' αbρός τση και τ' άλλ' απίσω τζη και λέει; Πιττ' αbρός και πίττ' απίσω, νάβγω θέλω να μιλήσω τσή 'ειτόνισσας το δίκιο”. = Η γυναίκα που είχε το φούρνο και ζύμωνε αυτή εκεί, από ανέκδοτη συλλογή μου.