Comments and Use
Είπανε 'ς τη γάτα “το σκατό σου είναι μόσκος” κ' εκείνη έσκαψε και το χωσε. Αχταλεύω εκ του τουρκ. αχταρμάκ = φοσσίζω, σκάπτω λάκκον και κρύπτω τι εντός, από του ουσ. φοσσίν (λατ. Fossa), (βλ. παρά Δουκαγγίω φοσσίον) λάκκος
Επί των αρνουμένων την σύμπραξιν των εις τους ζητούντας αυτήν