Ζιώ μ' αφακόσπορα
Σχόλια / Περίσταση εκφοράς
Η παράδοσις λέγει ότι κάποια νύφη προσποιείτο την ολιγόφαγη. Αυτό ήτο μεγάλο προσόν για την παλιά εποχή της δυστυχίας, όταν πολλάκις διελύοντο προξενειές, διότι έτρωγε πολύ η νύφη. Είχεν κατορθώσει να μένη στο σπίτι για να ετοιμάζη το φαγητό και εκεί τσιμπολογώντας απ' όλα, χόρταινε. Σαν πήγαινε με το ετοιμασμένο φαγητό στην δουλειά, έπαιρνε μόνο μια μπουκιά και σταματούσε. Έταν της έλεγαν πως κατορθώνει και ζη, έλεγε: Ζιώ μ' αφακόσπορα. Ειρήσθω εν προκειμένω ότι ο αφακάς λέγεται το μοιράδι της τροφής. Εννοούσε ότι ο αφακάς της, το σιτηρέσιόν της, ήτο ένα σπειρί, σαν τα σπουργίτια. Η πεθερά που κατάλαβε τί συνέβαινε, για να της κόψη το ε΄λαττωμα, έμεινε αυτή να μαγειρεύη και για μια βδομάδα την έστελνε στο χωράφι με τους άλλους, όλους συννενοημένους να μην της αφίνουν ευκαιρία να κρυφοτρώη. Εκείνη το ίδιο, πέθεινε της πείνας και έτρωγε μόνο μια μπουκιά, να μην αποδειχτή. Όταν κάποιο μεσημέρι, με κάποια πρόφαση, ζήτησε την άδεια να πάη στο σπίτι, ελπίζοντας να βρή ευκαιρία να φάη. Η πεθερά έδωσε την άδεια, αλλά την παρηκολούθησε. Η νύφη άρχισε να πιάνη τσιντζήρια (τσιτζίκια) και να τα καταπίνη. Εκείνα φώναξαν τσι – τζι, αλλά η νύφη έλεγε: Μάστε τα ποδαράκια σας και διαβάτε κάτω. Δεν ξέρω εγώ, γιο – κι – κλι – μποστ. Η παροιμία λέγεται επί κρυφοφαήδων και επί αυτοεπαινουμένων δια το λιτοδίαιτον