Γεναίκα πολλαπάκτη τον άθρωπο ξιβκάλλει σαδ δεν εξέρει γράμματα, μαθθαίνει τότ αι ψάλλει
Comments and Use
Σημ. Πολλαπάκτος (ο) = κυριολεκτ. Ο συχνάκης πηγαίνων εις ξένους τόπους, ο περιηγηθείς πολλά μέρη, κοσμογύριστος και επειδή ο περιηγηθείς πολλά μέρη, ο κοσμογύριστος γνωρίζη πολλά, διότι είδε και έμαθε πολλά, η λέξις κατήντησε τα σημαίντι μεταφ. Πολύξερος, πολύπειρος, πολυμήχανος. Η μεταφ. αυτή σημασία υπερίσχυσε της κυρίας τοιαύτης και σημαίνει και τον πολυμήχανον και κακούργον, έστω και αν δεν είναι κοσμογύριστος