Comments and Use
Ερμηνεία: Αρβάλι, το = η λαβή, το χέρι του κακαβιού της βεδούρας, του σενdουκιού. Επίσης αρβάλι λέγεται εις τον μύλον το προστριβόμενον ως την περιφερομένων μυλόπετραν ξυλάριον και παράγον ούτω σκόπιμον θόρυβον. Εντεύθεν μεταφορικώς εις την φράσιν, υπάρχει και ρήμα αρβαλίζω