Πότε σου μημ πιστέησαι ΄ς την τίμια σου γυναίκα μα το κακόν οπόποθεν ο μαύρος Παπαντώνης
Σχόλια / Περίσταση εκφοράς
Ερμηνεία : Υπόκειται ο ακόλουθος μύθος : ''Παπαντώνη έλεγε μια μέρα ένας χωριανός του παπά θα σ΄ πω ένα πράμα και μη προς βάρος σ΄. -Πες μου λεύτερα τι τρέχ΄ λέει ο παπάς -Παπαντώνη η παπαδια σ΄ έχει αγαπητικό – Αγαπητικο ; Α ! πα πα. Αυτό δεν το πιστεύω δε γέμεται. -Παπά πίστεψε το σ΄ λέω -Τι λες αδερέ με περιπαίζεις ργώ τημ παπαδιά μ΄ την έχω τόσα χρόνια, μ΄ αγαπάει, την ξέρω για τίμνια, πως γένετ΄ αυτό – Ε! Βάνομε στοίχημα παπά και να σε κάνω να ιδής με τα μάτια σ΄ το πράμα π΄ σ΄ λέω -Βάνομε ς΄ ότι θέλς λέει ο παπάς -Σ΄ εκατό γρόσα ΄ς το βόιδι σ τομ πλαβό και σε μία τρούμπα παννί -καλό λέει ο παπάς· επειδής όμως και θα χάης θα σ΄ πάρω γω το στοίχημα διπλό. Θα σ΄ πάρω διακόσα γρόσα δύο τρούμπες παννί και τα δύο βόϊδια σ΄ τον κοκκίν΄ και τον τσαπέλη. - Και κατ΄ περσσότερ΄ ακόμα λέει ο χωριανός εγώ σ΄ δίνω και το μλρ΄ μ΄ κοντά σ΄ αυτά -καλί θα ιδούμε - Ε τώρα παπές τις παπαδιάς πως δε θα πας απόψε ς΄ σπίτι και τ΄ άλλα είναι δκή μ δλειά'' Και σωστά ο παπάς πάη ς΄ το σπίτ΄ και λέει τς παπαδιάς πης το βράδ΄ θα αργήσ΄ να πάν΄ γιατί έχ΄ αγρυπνία και μέτα ν αγρυπνατόν έχουν τραπέζ΄ γιαυτό θ΄αργήσ΄ πολύ να παν ς΄ σπίτ και να ΄χ΄ τόνου τς η παπαδιά να μην αεκοιμήθη βαριά και τον κλείσ΄ όξω. Η παπαδιά τον εβεβαίωνε και τα χαράγματα να πάν΄ ας είναι ήσυχος και τότε πάλι θα΄ να ΄χ΄ το νου τς να τ΄ ανοίξ΄. Βήκ ο παπάς όξω, Ευτίς η παπαδιά διν είδηση στον αγαπητικό τς το και το και τον καρτέρει το βράδ΄. Έρχεται το βράδ΄. Η παπαδιά τγανίζ΄ αυγά. Βγάν΄ από το παλτό το καρασί και καρτερεί το φίλο τς. Εκείνος πάλι δε φτάν΄ να ρθη μοναχός τ΄, μου λέ΄ και σοτν φίλο του, το χωριανό πόβαλε το στοίχημα με τομ παπά, τ΄λέι να παν΄ κι΄ αυτός το βράδ΄ να χαροκοπήσουν στ΄ παπά το σπίτ΄, επειδής ο παπάς δε θα να ΄ν΄ εκεί. Ο καλός χωριανός το δέχτηκε μετά χαράς. Πήγ΄ ο αγαπητικός στ΄ παπαδιά, έφαγαν εκεί, έεπαν, έστσαν και το χορό. Να κι ο χωριανός χτπάει τ΄ θύρα. Βγαίν η παπαδιά ν΄ ανοίξ΄. Τσ΄ είπε όμως ο γαπητικός τς να τ΄ κάν΄ το χατίρι να ρθ΄ κι ο φίλος τ΄, που χτπάει την πόρτα. Άνξαν. Μπαίν΄ ο χωριανός μέσα μ΄ ένα σακκί στο χέρ΄. Καλό στα χαίρεστε, λέει, χαρήτε, κάνετε τ΄ δλειά σας. Εγω θα βάλω εδώ ιά στν άκρα ένα σακκί. Έχ΄ και γυναίκ μέσα· και αυτός είχε τομ παπά ραμμένον και τ΄ αφ΄ηε μια τρύπω να γλέπ΄ μονάχα. - Καλό στον...έλα, ο παπάς αργεί να ρθ΄ απόψε, έχ΄ αγρυπνία, είναι και τραπέζι. Ο χωριανός σου έβαλε το σακκί με τη γυναίκα σ΄ άκρα, έφαε και κατόπ΄ τους σκών΄ στο χορό· αυτός πρώτος σέρν΄ το χορό και τραγδάει : Σακκοκοίταζε, παπά, ν΄ από τη σακκότρυπα, τοίμαζε τα εκατό τάμαζε και το μπλαβό και την τρούμια το παννί. Ο παπάς λιαμαίνεται μέσ΄ το σακκί, τρίβ τα μάτια τ΄, τραυάει τα γέναι τ΄, αγριεύει η ένα τόχ, κόβε το σακκί, ρήχνετ΄ όξω. Σκούζ΄, φωνάζ΄ αρπάζ΄ από το λαιμό τον αγαπητικό, κλωτσοπατεί τμ παπαδιά, τους βγάζ΄ όξω και κλείει τ΄ θύρα τ΄. Μαζώθηκαν οι χριστιανοί να ιδούν τι τρέχ΄ η εδικαίωσαν το δυστυχιάρ΄ Παπαντώνη. Μα τι όφελες; Δε φτάν πόχασε τμ παπαδιά τ΄, έχασε και το στοίχμα· κι από τότες απόμ΄ναν παροιμία τα λόγια τ΄ παπά : Πολές να μη μπιστεύησαι στην τίμια σου γυναίκα μα το κακόν οπόπαθεν ο μαύρος Παπαντώνης