Η γλώσσα του εβ βεριάϊν
Comments and Use
Ερμηνεία: Βεριά(δ)ιν (το) = μικρόν ξύλον του υδρόμυλου ή αλευρόμυλου συνδεόμενου με την θήκην, εντός της οποίας πίπτει το σιτάρι εν της αβάνης. Το ξύλον τούτο κινείται αενναώς υπό της στρεφομένης μυλοπέτρας, κινούμενον δε κινεί την θήκην, εκ της οποίας εκρέει το σιτάρι και πίπτει εις την οπήν του μύλου, δια να αλεσθή, χρησιμεύει όπως κανονίζει την ροήν του σιταριού. Ο κτύπος του είναι κανονικός, τακτικός και διαρκής, δι ο η λέξις κατήντυσε να χαρακτηρίζη την ευγλωτίαν των ρητόρων και των μικρών παιδιών. Όταν τα μικρά παιδιά συνειθίζουν να ομιλούν λέγεται δι αδία: η γλώσσα του εβ βερίαϊν όταν κανείς ρήτορ ομιλεί με ευγλωτίαν, επίσης λέγεται: εβ βεράϊν η γλώσσα του