Όνταν κλάν' ο γάιδεαρον
Σχόλια / Περίσταση εκφοράς
Ερμηνεία: Προς τους επί θυμούντας να ηξεύρωσι πότε θα αποθάνωσι (σκωπτικώς)
Η παροιμία προήλθεν εκ του εξής διηγήματος: Καθήμενος πότε ο Ναζδραδίν χόντζας επί κλάδου δένδρου έκοπτε τον αυτόν κλάδον κάτωθεν του μέρους εφ' ου εκάθητο. Διαβαίνων δε της εκείθεν και ιδών εφώνησεν προς αυτόν “Ντ' ευτάς; Θα 'ρούεις αφκά”. Αλλ' ο Ναζδραδίν είπεν: “Τσ είπεν ατο ντο θα 'ρούζω; Εγώ κι ρούζω”, εξηκολουθεί το έργον του. Και εκ δευτέρου και εκ τρίτου ο διαβάτης ηθέλωσε ν' αποτρέψη του να ίσταται επί του κλάδου, ον έκοπτε, αλλά δεν εισηκούσθη και εξηκολούθησε τον δρόμον του. Ευθύς όμως μετ' ολίγον ο χόντζας κατέπεσε και μικρού εδέησε να κατασυντρίψη τα κώλια του. Ο διαβάτης προείδε την πτώσιν του έσπευσε προς αυτόν και φθάσας είπεν: “Εσύ ασσού έξερες πής θα ρούζω, εξέρτς και πότε θ' αποθάνω πέ μ' ατο”. Ο διαβάτης απεκρίθη αυτώ ότι τούτο μόνον ο Θεός ηδύνατο να γνωρίζη, αλλ' επειδή ο χόντσας επέμενε βιάζων αυτόν τω είπεν: “Όνταν κλάν ο γάιδεαρον τρία φοράς θ' αποθάντς. Τότε ο χόντζας ευχαριστήσας αυτόν απήλθε περίχαρις δια την αποκάλυψιν. Ημέραν τινά συνοδευόμενος υφ' ετέρων χωρικών, ήλαινε τον όνον του εις ανωφερή οδόν. Ότε αύτος παιόμενος και υπό το βάρος του φορτίου του τρέχων έπαρδεν. Ευθύς δε ο χόντσας είπε προς τους συνοδοιπόρους του: “Ερρώστεσα”, άμα δε και το δεύτερον ο όνος έπαρδεν, είπεν ο χόντσας “Ψυχομασώ” και μόλις ηδύνατο να περιπατή. Τέλος εις την τρίτην πορδήν του όνου κατέπεσε και είπεν: “Όνταν θάφτετε με, αφήστε το σέρι μ' εξ μερέαν 'ς σο ταφίν” προσεποιείτο τον τε θνεώτα. Οι συνοδοιπόροι του λοιπόν έσκαψαν τον τάφον του εις το μέσον της οδού και θέσαντες εντός αυτού του χούτσαν την χείρα του ορθίαν, ούτως ώστε μέχρι του αγκώνος εξείχε του τάφου και απήλθον. Εν ημερονύκτιον έμεινε ο χόντζας εντός του τάφου. Την δε επομένην ημέραν διέβαινον εκείθεν αι ημίουσι καραβανίου, ο δε χώντσας, άμα είκουσεν ότι επλησίασεν περί τον τάφον φοβηθείς μήπως εμπέσωσι και τον φονεύσωσι, εκίνησεν ισχυρώς την χείρα. Αι σε ημίουσι εκπλαγείσαι έφευγον τηδε κακείσε. Οι ελαύνοντες αυταίς απορήσαντες ηρεύνει το αύτον, ιδόντες δε την χείρα κινουμένην προήλθον και εξήγαγον τον χόντσαν εκ του τάφου παίσαντες δε αυτόν ισχυρώς αφήκαν. Μόλις ηδύνατο εκ των πληγών να περιπατήν ο χόντσας. Ότι δ' αφίκετο εις το χωρίον τον και ηρωτάτο υπό των μαθόντων τον θάνατόν του. “Τί λεον εν εκείνο ο κόσμος; απεκρίνετο “Πολλά καλόν και ήσυχον κόσμος εν άμα ν' αιλί εκείνον πι αχπαράζ του Χαρπαντά τα μουλάρεα
Τέλεος = τί λογής, αχπαράζω = εκσπαράττω, εκπλήττω
Η παροιμία προήλθεν εκ του εξής διηγήματος: Καθήμενος πότε ο Ναζδραδίν χόντζας επί κλάδου δένδρου έκοπτε τον αυτόν κλάδον κάτωθεν του μέρους εφ' ου εκάθητο. Διαβαίνων δε της εκείθεν και ιδών εφώνησεν προς αυτόν “Ντ' ευτάς; Θα 'ρούεις αφκά”. Αλλ' ο Ναζδραδίν είπεν: “Τσ είπεν ατο ντο θα 'ρούζω; Εγώ κι ρούζω”, εξηκολουθεί το έργον του. Και εκ δευτέρου και εκ τρίτου ο διαβάτης ηθέλωσε ν' αποτρέψη του να ίσταται επί του κλάδου, ον έκοπτε, αλλά δεν εισηκούσθη και εξηκολούθησε τον δρόμον του. Ευθύς όμως μετ' ολίγον ο χόντζας κατέπεσε και μικρού εδέησε να κατασυντρίψη τα κώλια του. Ο διαβάτης προείδε την πτώσιν του έσπευσε προς αυτόν και φθάσας είπεν: “Εσύ ασσού έξερες πής θα ρούζω, εξέρτς και πότε θ' αποθάνω πέ μ' ατο”. Ο διαβάτης απεκρίθη αυτώ ότι τούτο μόνον ο Θεός ηδύνατο να γνωρίζη, αλλ' επειδή ο χόντσας επέμενε βιάζων αυτόν τω είπεν: “Όνταν κλάν ο γάιδεαρον τρία φοράς θ' αποθάντς. Τότε ο χόντζας ευχαριστήσας αυτόν απήλθε περίχαρις δια την αποκάλυψιν. Ημέραν τινά συνοδευόμενος υφ' ετέρων χωρικών, ήλαινε τον όνον του εις ανωφερή οδόν. Ότε αύτος παιόμενος και υπό το βάρος του φορτίου του τρέχων έπαρδεν. Ευθύς δε ο χόντσας είπε προς τους συνοδοιπόρους του: “Ερρώστεσα”, άμα δε και το δεύτερον ο όνος έπαρδεν, είπεν ο χόντσας “Ψυχομασώ” και μόλις ηδύνατο να περιπατή. Τέλος εις την τρίτην πορδήν του όνου κατέπεσε και είπεν: “Όνταν θάφτετε με, αφήστε το σέρι μ' εξ μερέαν 'ς σο ταφίν” προσεποιείτο τον τε θνεώτα. Οι συνοδοιπόροι του λοιπόν έσκαψαν τον τάφον του εις το μέσον της οδού και θέσαντες εντός αυτού του χούτσαν την χείρα του ορθίαν, ούτως ώστε μέχρι του αγκώνος εξείχε του τάφου και απήλθον. Εν ημερονύκτιον έμεινε ο χόντζας εντός του τάφου. Την δε επομένην ημέραν διέβαινον εκείθεν αι ημίουσι καραβανίου, ο δε χώντσας, άμα είκουσεν ότι επλησίασεν περί τον τάφον φοβηθείς μήπως εμπέσωσι και τον φονεύσωσι, εκίνησεν ισχυρώς την χείρα. Αι σε ημίουσι εκπλαγείσαι έφευγον τηδε κακείσε. Οι ελαύνοντες αυταίς απορήσαντες ηρεύνει το αύτον, ιδόντες δε την χείρα κινουμένην προήλθον και εξήγαγον τον χόντσαν εκ του τάφου παίσαντες δε αυτόν ισχυρώς αφήκαν. Μόλις ηδύνατο εκ των πληγών να περιπατήν ο χόντσας. Ότι δ' αφίκετο εις το χωρίον τον και ηρωτάτο υπό των μαθόντων τον θάνατόν του. “Τί λεον εν εκείνο ο κόσμος; απεκρίνετο “Πολλά καλόν και ήσυχον κόσμος εν άμα ν' αιλί εκείνον πι αχπαράζ του Χαρπαντά τα μουλάρεα
Τέλεος = τί λογής, αχπαράζω = εκσπαράττω, εκπλήττω