Σχόλια / Περίσταση εκφοράς
Σπορίζει = σπάει, σπορίζομαι = καταλαμβάνομαι από ακοιλότητες, με πιάνει κόψιμο, τσερλί, π. χ. Αυτό το βόιδι δεν είν' καλά, γιατί; Δεν το βλέπεις; Το πάει τσερλί, σπορίζεται, ήπια όλιο και σπορίστηκα = ελύθηκα, όλιο = καθαρκτικού, ρυτσινόλαδο
Η παροιμία λέγεται όταν τις ευρίσκεται εις δυσάρεστον θέσιν, πράττη πράγματα όλως ανάρμοστα, δι αν επιδεινούνται αυτής ακόμη περισσότερον