(Κάθεται και μ' ανεκαιρώνει) παλαιού αρραγού βαστάγια
Comments and Use
Ανεκαιρώνω = ανανεώνω, αναμιμνήσκομαι τι, αναμιμνησκόμενος μου αναφέρει παλαιά, λησμονημένα πράγματα
Η συνεκφορά του ανεκαιρώνει με τα βαστάγια (= κορδόνια, σχοινάκια) καθιστά πιθανόν ότι το ρ. Προέρχεται όχι εκ του ανακαινόω – ανακαινώνω – ανακαιρώνω και ανομοίωσιν αλλ΄ες του κακρόω (= συνδέω τον στήμονα) αφού και εν τη προειρημένη παρομοιώσει φράσει γίνεται ανασύνδεσις των δια της λήθης τρόπον και κοπέντων σχοινακίων, βασταγών του παλαιού αρραγού
Η συνεκφορά του ανεκαιρώνει με τα βαστάγια (= κορδόνια, σχοινάκια) καθιστά πιθανόν ότι το ρ. Προέρχεται όχι εκ του ανακαινόω – ανακαινώνω – ανακαιρώνω και ανομοίωσιν αλλ΄ες του κακρόω (= συνδέω τον στήμονα) αφού και εν τη προειρημένη παρομοιώσει φράσει γίνεται ανασύνδεσις των δια της λήθης τρόπον και κοπέντων σχοινακίων, βασταγών του παλαιού αρραγού