Βάρα, βωρέ Ντούγλη! Βάρα καί σύ!
Σχόλια / Περίσταση εκφοράς
Παλιότερα είχαν αμπέλια εδώ στους Οθωνούς κι ερχόνταν εργάτες από τη Χειμάρρα (αντίκρυ στην Ήπειρο) να δουλέψουν. Μια μέρα έφτασε κι ένα ντερέκι (= ένας μεγαλόσωμος, μποϊκλής) για να πιάση δουλειά. Δούλεψε 2-3 μήνες, γνώρισε τον τόπο καλά κι έφυγε. Εσκέφτηκε να ξαναγυρίση για πειρατεία κι ήρτε με καμιά δωδεκαριά κατσαπλιάδες (= Αρβανίτες). Τότες εζούσε εδώ ένας Ντούγλης, ανθρωπάκι αδύνατο, καχεκτικό, που δεν τον έπιανε το μάτι σου για τίποτα. Φοβιτσιάρης και άχρηστος. Έρχεται λοιπόν στο νησί ο Χειμαριώτης με τσού Κατσαπλιάδες, βγήκανε στο Φύκι, πάνε όλοι μαζί στο χωριό σ' ένα σπίτι και χτυπάνε. - Καλώς ωρίσατε. Ρωτάει ο Χειμαριώτης τη νοικοκυρά : - Που είναο ο νοικοκύρης ; Στ' αμπέλι, του λέει. - Φώναξέ τον να 'ρθη. Έστειλε κείνη να τον φωνάξη. Είχανε κουμπήσει εκείνοι τα όπλα τους στη σειρά κι εζητήσανε από τη νοικοκυρά να τσού κάμη πίττα – λαχανόπιττα και ναν τσου βάλη και πιπέρι πολύ, που, τους άρεσε Ωστόσο μαζωχτήκανε τα παιδιά του χωριού κι εκοιτούσανε τα όπλα. (τα περιεργαζότανε). Η νοικοκυρά λέει λέει τάχα : - Ναι, της λένε. Έστειλε στο μεταξύ κι ειδοποίησε τους χωριανούς, κι ήρθανε κι επήρανε τα όπλα, ενώ οι κατσαπλιάδες στην αυλή επεριμένανε το φαϊ. Ειδοποιήσανε οι άλλοι και Αγγλική Αστυνομία (τον Κομμαντάντε) κι ανεβήκανε απάνου. Στο δρόμο ο κόσμος τους έβριζε και τους εκοροϊδευε. Και δεν έφτανε αυτό, αλλά εκείνος ο Ντούγκλης επήγαινε μ' ένα ξύλο κι εχτυπούσε το Χειμαριώτη και του 'λεγε. Ήθελες πίττα με πιπέρι! Να πίττα, να πιπέρι. Κι ο Χειμαριώτης, που τον ήξερε καλά από τότε που ζούσε εδώ, του λέει. Βάρα, βωρέ Ντούγκλη! Βάρα και σύ. Από τότε έμεινε να τη λέμε αυτήν την κουνέντα, όταν ένας μικρός και τιποτένιος, βρίσκει σε ώρα αδυναμίας τον μεγάλο και του βαρεί.