• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 10

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Μέσα στην τρύπα του σπηλαίου του Σεντόνη μπήκε μια νύχτα ένας κλέφτης. Βαστούσε μαζύ του ένα κλεμένο πρόβατο και τον ακολουθούσαν δυο σκύλοι. Σαν μπήκε στο σπήλαιο, έσφαξε το ζώο, το έγδαρε, άναψε φωτιά κι άρχισε να το ψένη στη σούβλα. Σε λίγη ώρα όμως, να και βγαίνει από της σπηλιάς το βάθος ένα παιδάκι ολόγυμνο. Σιμώνει στη φωτιά να ζεσταθή κι αρχίζει να κουβεντιάζη με τον κλέφτη. – Ποιος είσαι, μπάρμπα; Τον ρωτάει. – Ο «Κυργιαπατός» μου, (ο εαυτός μου), απάντησε αυτός. – Δος μου και μένα, μπάρμπα, κρέας, του λέει ύστερα. – Άμα ψηθή, του αποκρίνεται ο κλέφτης. Μα το παιδί άρχισε να κλαίη, κι ο κλέφτης, επειδή δεν μπορούσε να το ακούη, έκοβε και του έδινε κάθε τόσο ένα κομμάτι κι ας ήτανε μισοψημένο. Το παιδί το έτρωγε αμέσως, ώσπου στο τέλος τούφαγε όλο το αρνί και ζητούσε ακόμα. – Δος μου, μπάρμπα, κρέας! Φώναζε και ξαναφώναζε. Ο κλέφτης κατάλαβε τότε πως το παιδί εκείνο ήταν ξωτικό ή διάβολος. Περνάει λοιπόν στη σούβλα την προβιά από το αρνί κι αρχίζει να την γυρίζη στη φωτιά. Το παιδί έκλαιγε και φώναζε πάντα: - Δος μου, μπάρμπα, κρέας!... Ο κλέφτης σαν ψήθηκε η προβιά καλά, του δίνει άξαφνα μια μ’ αυτή στο κεφάλι, πηδάει όξω από τη σπηλιά και φεύγει. Σαν βγήκε ο κλέφτης από την τρύπα, έτρεξε κατά το χωριό. Το παιδί βγήκε κι αυτό έξω από το σπήλαιο κι όλο έκλαιγε και τσίριζε: - Ώχ! Ώχ! Μ’ εχτύπησαν! Απέναντι από το σπήλαιο, σε 2 – 3 μιλίων απόστασι, είνε του Γαβριλιού το φαράγγι. Το φαράγγι αυτό είνε κατοικητήριο των δαιμόνων. Καθώς λοιπόν περνούσε ο κλέφτης από κοντά, άκουσε μεγάλο θόρυβο, και ξεχώρισε μάλιστα μια φωνή να λέη: - Ποιος σε χτύπησε, μωρέ; - Ο Κυργιαπατός μου! αποκρίνεται το παιδί. – Α, σαν χτυπήθηκες μοναχός σου, ίντα να σου κάμω εγώ! Του ξανάπε η φωνή. Τότε το παιδί κατάλαβε τι εσήμαινε η λέξις «Κυργιαπατός μου» και απάντησε αμέσως: - Με χτύπησε ο μπάρμπας που έψηνε κρέας στην τρύπα, και να τος που πάει κάτω τρεχάτος. Την ίδια στιγμή ο κλέφτης άκουσε ένα τρομερό βουητό μέσα στο φαράγγι, κρότους από αλυσσίδες και μια φωνή δυνατή να λέη: - Απάνω του, μωρέ! Ο κλέφτης πηδάει τους γκρεμνούς και φεύγει – φεύγει. Οι σκύλοι του όμως στέκουν, αλυχτούν άγρια και εμποδίζουν τους διαβόλους να τον πλησιάσουν. Σε λίγη ώρα όμως σκάει ο ένας σκύλος του από τα γαυγίσματα. Και, λίγο παρακάτω, σκάει κι ο άλλος. Έτσι οι δαιμόνοι, όσο παν και φτάνουνε τον κλέφτη. Μα τη στιγμή αυτή λαλάει άξαφνα ένας κόκορας. Στέκουν τότε οι διαβόλοι για μια στιγμή και διστάζουν. Ο αρχιδιάβολος όμως φωνάζει με τη στριγγιά φωνή του: - Κόκκινος πετεινός ήτανε και μη στέκεστε. Απάνω του! Ξαναρίχνονται κοντά του οι διαβόλοι και πρώτος απ’ όλους ο αρχιδιάβολος με το δικράνι του. Εδώ τον έχουν να τον πιάσουν, εκεί τον έχουν να τον πιάσουν, ώσπου λαλάει άξαφνα ο μαύρος πετεινός. Τότε τα στοιχειά γύρισαν πίσω στο φαράγγι σκούζοντας: - Αχ, μωρέ χαμένε, τη γλύτωσες! Να συχωράς το μαύρο πετεινό πούκραξε, αλλοιώς θάσουνα τώρα πνιγμένος! Αυτή την ιστορία την λένε στην Κρήτη για να δείξουν ότι ο κλέφτης δεν χορταίνει ποτέ, όσο κι αν φάη, γιατί οι σύντροφοί του οι δαιμόνοι κάθουνται κοντά του και του τρώνε το ψητό. 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Να μερικές Κρητικές δοξασίες για τους σεισμούς, αρκετά επίκαιρες σήμερα που η ατυχής νήσος επλήρωσε πάλι τον φόρον της στον Εγκέλαδον : Οι Κρητικοί πιστεύουν πως, όταν πέση κανένα άστρο στη γή, γίνεται σεισμός, βουλάει ο τόπος και πλημμυράει όλος από τη θάλασσα. Έτσι, λένε, έπεσε μια φορά ένα άστρο και χώρισε τη Σαντορίνη και τα άλλα νησιά του Αιγαίου από την Κρήτη και γίνηκε θάλασσα ανάμεσα τους, γιατί πριν ήσαν ενωμένα. Λένε ακόμα οι γέροι Κρητικοί πως, μια φορά που έγινε ένας μεγάλος σεισμός στην Κρήτη, τα βώδια μουγκρίζανε, μεγάλοι βράχοι κατρακυλούσαν από τους γκρεμούς στη θάλασσα, κορυφές των δέντρων αγγίζανε στη γή από το δυνατό σεισμό, και τρομερή βοή ακουγότανε από τα βάθη και τα τρίσβαθα της γής!... Τότε κατεστράφη και το Ηράκλειο και βγάλανε οι Κρητικοί ένα τραγούδι, που λέει : Η θάλασσα ακίνητη κι οι τέσσερες ανέμοι τρία λεπτά βολά η γής, βγάνει καπνούς και τρέμει. Χαλάνε χώρες και χωριά, σαν όταν πέφτη άστρο μα δεν εχάλασαν πολλά, σαν το Παντέρμο Κάστρο. (Ηράκλειο). Επίσης πιστεύουν οι Κρητικοί πώς, όταν κάμη σεισμό, εκείνος που θα κατορθώση να περπατήση πισωπατώντας την ώρα που τρέμει η γής, θα του συχωρεθούνε τόσες αμαρτίες, όσα βήματα προφτάση να κάνη… Υπάρχει ακόμα η εξής πρόληψις στην Κρήτη : Όταν θέλη, λένε ένας παπάς να βασανίση εκείνον που του έκαμε κακό, φτιάχνει μια κερένια κούκλα μικρή, που να μοιάζη του εχθρού του, μ’ ένα φυτίλι στην μέση, κι όταν πάη να λειτουργήση στην εκκλησία, ανάβει το φυτίλι της κούκλας και λέει μια κατάρα. Έτσι ο εχθρός του λυώνει μέρα με την ημέρα, δεν βρίσκει γιατρειά, κι όπως λέει το τραγούδι : Μούδε γιατροί τον γιατρεύουνε, ούδ’ άγιοι τον βοηθούνε… Εκτός αν πάη στον παπά και του εξομολογηθή το κρίμα του και του ζητήση συχώρεσι. Τότε ο παπάς σβύνει το φυτίλι της κούκλας και γίνεται καλά ο «βασανισμένος». Αλλοιώς θα λυώνη λίγο – λίγο σαν το κερί της κούκλας, κι’ όταν αυτή αποκαή στην εκκλησιά, θα τελειώση κι αυτού η ζωή του!… Ρώτησαν κάποτε τον αλησμόνητο Μιχαήλ Μητσάκη, τι ιδέα έχει για τις γυναίκες. – Η γυναίκες; … απάντησε ο συγγραφεύς της «Θλίψεως του Μαρμάρου». Για να τις γνωρίση κανείς καλά, πρέπει να γνωρίση τις κακές, τις άμυαλες και τις άπιστες. Γιατί αυτές είνε η περισσότερες. Η καλές γυναίκες είναι ελαχιστότατες. Άγγελοι δε δεν υπάρχουν καθόλου επί της γής αυτής!... Κατά την παλαιάν καλήν επόχή της φτήνειας και της αγραμματοσύνης – εκ των οποίων δυστυχώς η Δευτέρα διατηρείται και σήμερον, σε μεγαλείτερο μάλιστα βαθμό – κάποιος Θεσσαλόνικεύς ξενοδόχος είχε κυκλοφορήση στην πόλι του την κάτωθι έντυπη ανακοίνωσι για το ρεστωράν του «Σπέφσατε.. Σπέφσατε στο ξενοδοχείον μας. Θα φάγεται τα υποκάτοθεν γραμένα πολύ φτηνά ξαθ υα εφχαριστιθήται δια τον δήπνον όπου θα φ’αγεται από τα φαγητά του Ξενοδοχοίον Κωνσταντινουπόλεως. Τημαί φαγητών : Σούπα ηζωμόν παράδες 20, Η πόρτσια όλα τα φαγητά από ‘κρέας παράδες 60, Κρέας με ζαρζαβλατη πόρτσια παράδες 40, ψάρη ήτη πηλάφι και Μακαρό παράδες 40, διάφορα γλυκίγματα παράδες 40. Όλα τάφτα στην Θεσαλονίκη στην σκάλα στο σηγτριβάνη Αντικρά, αριθμόν 21 ξενοδοχείον Κωνσταντινουπόλεως, τη 3 Ιανωαρίου 1886». 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Λένε πως μια φορά ένας δίκαιος άνθρωπος έβλεπε κάποιον κλέφτη, εκεί που έτρωγε ένα κλεμένο αρνί. Στη ράχι του, στον δεξιό του ώμο, καθότανε ένας κόρακας, που ήταν βέβαια ο Σατανάς. Και όταν πήγαινε να βάλη το κρέας στο στόμα του ο κλέφτης, ο κόρακας του το άρπαζε και το κατάπινε, χωρίς ο κλέφτης να το καταλάβη. Γι’ αυτό, όπως είπαμε, οι κλέφτες είνε αχόρταγοι και άπληστοι. 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Λένε οι χωρικοί πως το σπήλαιο αυτό έχει μέσα καλαμιώνες. Ακούνε μάλιστα πολλές φορές το θρόϊσμα των καλαμιών, όταν φυσάη αέρας. 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Στην Κρήτη πιστεύουν ότι ο νούς του ανθρώπου είνε μια μυίγα. Η μυίγα αυτή, σαν κοιμηθή ο άνθρωπος, βγαίνει από τα ρουθούνια του και πάει πετώντας εδώ κι εκεί και βλέπει πράγματα πολλά, που ύστερα, όταν ξαναγυρίση η μυίγα στο κεφάλι και ο άνθρωπος ξυπνήση, το μυαλό τα θυμάται σαν όνειρο. Σχετικώς με τη δοξασία αυτή, υπάρχει και η ακόλουθη ωραία παράδοσις : Μια φορά, δυό βοσκοί καθόντουσαν στην εξοχή. Σε λίγο ο ένας απ’αυτούς κοιμήθηκε, ενώ ο άλλος έμεινε ξυπνητός. Έξαφνα, σε μια στιγμή ο ξυπνητός είδε να βγαίνη από τα ρουθούνια του κοιμισμένου μια μυίγα και να μπαίνη σε μια γαιδουροκεφαλή, που βρισκόταν εκεί δίπλα και από την οποία είχε απομείνει μοναχά το κόκκαλο, άσπρο και ξαπλωμένο από τις βροχές. Του ξυπνητού του φάνηκε παράξενο αυτό και, ενώ η μυίγα βρισκόταν μέσα στο καύκαλο έφραξε όλες τις τρύπες του και έτσι την έκλεισε μέσα. Έπειτα κούνησε τον κοιμισμένο να ξυπνήση, μα αυτός δεν κουνήθηκε. Τον σήκωσε, τον γύρισε απ’ εδώ, τον εγύρισε απ’εκεί τίποτα! Φαινόταν σαν πεθαμένος! Τότε ο ξυπνητός άνοιξε μια τρύπα στη γαιδουροκεφαλή και αμέσως η μυίγα βγήκε από μέσα και μπήκε πάλι στου κοιμισμένου το ρουθούνι.. Έτσι σε λίγο εκείνος ξύπνησε και είπε στο σύντροφό του : -Άχ μωρέ, ν’ακούσης ίντα ονειρευόμουν. Έμπαινα κι έβγαινα, λέει σ’ένα παλάτι μαρμαρένιο και κάτασπρο. Τι ώμορφο που ήταν το παντέρμο! Μια στιγμή όμως άξαφνα κλείσανε τις πόρτες και τα παράθυρα του παλατιού. Τότε άρχισα να τρέχω μέσα εκεί, εδώθε-πέρα για να βγώ, μα τίποτα! Αδύνατο! Παντού κλειστά! Λίγο έλειψε να σκάσω! Στο τέλος, θέλησε ο Θεός και άνοιξε μια πόρτα κι έφυγα. Μα τέτοιο μεγάλο φόβο δεν επήρα ποτέ στη ζωή μου! Τότε ο ξυπνητός του απάντησε: -Εκεί πέρα, μέσα στη γαιδουροκεφαλή, βρισκόταν ο νούς σου, κακομοίρη. Εγώ τον έφραξα και τον έκλεισα μέσα και ύστερα τον ξέφραξα και βγήκε. Και αυτή η γαιδουροκεφαλή είνε που μπαινόβγαινες! Γι αυτό στην Κρήτη, όταν κοιμάται κανείς και είνε βυθισμένος σ’όνειρα, δεν τον χτυπούν ποτε ξυλιές, ούτε ρίχνουν πιστολιές κοντά του, γιατί μπορεί να χάση το νού του, αν ήταν βγαλμένος σε όνειρο και να μην ξαναγυρίση ποτέ στην κεφαλή του. 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Στην επαρχία του Μυλοποτάμου στην Κρήτη, είνε ένα μεγάλο σπήλαιο, του οποίου κανείς δεν μπόρεσε να βρή την άκρη, και το οποίο λέγεται ντου Σεντόνη ή τρύπα». Μια φορά βάλαν μέσα στο σπήλαιο αυτό έναν πετεινό. Αυτός άρχισε αμέσως να κράζη από το φόβο του και να τρέχη σαν δαιμονισμένος. Στο τέλος βγήκε από το αντίθετο μέρος του σπηλαίου, στη «Φλέβα του Δισκουργιού», δυο μίλια δηλαδή μακρυά. Όταν βγήκε έξω, ο λαιμός του ήταν μια πήχυ πιο μακρύς από το πολύ κράξιμο. 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Στην περιφέρεια του Μοναστηριού της Χαλέπας του Μυλοποτάμου της Κρήτης, στη θέσι Ζερβού, υπήρχαν επί Τουρκοκρατίας τ’ αμπέλια ενός παπά, ο οποίος είχε στην υπηρεσία του εργάτες για να σκάβουν. Η παπαδιά κάθε μεσημέρι πήγαινε φαΐ στους εργάτες. Μια μέρα όμως η παπαδιά ζύμωνε και άργησε να πάη το φαΐ. Οι εργάτες πεινούσαν και άρχισαν το μουρμουρητό. Ο παπάς στεναχωριόταν και όλο κύτταζε κατά τον δρόμο του χωριού. Σε κάποια ώρα φάνηκε η παπαδιά από απέναντι, βαστώντας στις πλάτες το σακκούλι της γεμάτο από πήττες και κρομμύδια και μπροστά ένα λεκανίδι κουκιά σκεπασμένο και τα ξύλινα κουτάλια. Μα είχε αρχίσει να βραδυάζη πειά και ο παπάς σαν την είδε να φτάνη τέτοια ώρα, τώσο θύμωσε, ώστε της είπε μια τρομερή κατάρα : - Λιθάρι, χαλέπα (κοτρώνα) να γέννης ετσό που στέκεις! Και αμέσως η κατάρα κακή ήταν η ώρα έπιασε και η παπαδιά απολιθώθηκε στη θέσι όπου βρισκόταν. Και σήμερα ακόμα, όποιος περνάει από εκεί κοντά, βλέπει απάνω στο βουναλάκι να στέκη μια πέτρα που μοιάζει, σαν άνθρωπος, σαν γυναίκα. Άμα πλησιάση κανένας περισσότερο, ξεχωρίζει πίσω από το σακκούλι και μπρός το λεκανίδι με τα ξύλινα κουτάλια. Και ο κόσμος που περνά και τη θωρεί λέει : - Να η Γρηά Πέτρα η καταραμένη παπαδιά… 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Τα φαντάσματα των νερών. Πως φαντάζουνται οι Κρητικοί τις Νεράϊδες. Οι νεραϊδοχοροί. Το νεραϊδοφύσημα. Η ιστορία του χωριάτη που χόρεψε με τις Νεράϊδες. Το χρυσό ποτήρι. Η Νεράϊδες και τα μωρά. Γιατί τα πνίγουν. Η μαμή που καταράστηκε τη βατραχίνα. Στο παλάτι της Νεράϊδας κ.τ.λ. Σήμερα που γιορτάζουν και αγιάζουν τα νερά, θα σας διηγηθούμε κάτι για τα φαντάσματα, που βγαίνουν στα ποτάμια τις νύχτες. Αυτά κυρίως είνε η Νεράϊδες. Οι Κρητικοί τις φαντάζονται σαν γυναίκες ντυμένες άσπρα, που βγαίνουν τα μεσάνυχτα όπου είνε νερά, βρύσες, ρυάκια, γυροπόταμα, «κολύμπες», ή στα «διασταύρια του δρόμου», στα σταυροδρόμια. Στα νερά ή πλύνουν τα ρούχα τους η Νεράϊδες ή χορεύουν. Του ανθρώπου που θα τις ιδή και θα μιλήση του παίρνουν τη φωνή. Καμμιά φορά τον φυσούνε και χάνει και το μυαλό του και τότε λέει ο κόσμος: - Αυτός έπαθε από «νεραϊδοφύσημα.» Αν τύχη να πέση ο διαβάτης απάνω στο χορό τους, τον πιάνουνε, τον βάζουν στο χορό κι αυτόν κι αρχίζουν να τον χορεύουν όλη νύχτα, ώσπου να κράξη ο μαύρος «κούκλης» (πετεινός). Ένας χωριάτης μια φορά πήγε να πάρη τα μεσάνυχτα νερό από μια βρύσι. Σ’ ένα σταυροδρόμι όμως είχανε στήσει χορό η Νεράϊδες κι έπεσε απάνω τους χωρίς να το καταλάβη. Τον αρπάζουνε λοιπόν και τον βάζουν στο χορό. Έπειτα άρχισαν να τον κερνούν μ’ ένα χρυσό ποτήρι. Ο πονηρός χωριάτης όλη τη νύχτα δεν μίλησε. Πήρε όμως το χρυσό ποτήρι και το έβαλε κρυφά στην τσέπη του. Σαν άρχισε να φωτίζη η μέρα και να λαλάη κι ο πετεινός από ένα κοντινό χωριό, η Νεράϊδες κόψανε το χορό. Μα μια απ’ αυτές τους είπε: - Μη φοβάστε, είνε ο κόκκινος. Η Νεράϊδες άρχισαν τότε να ξαναχορεύουν. Σε λίγο λαλάει άλλος πετεινός. Αυτός ήταν πειά ο μαύρος κι αμέσως η Νεράϊδες χαθήκανε. Ο χωρικός τότε, όλος χαρά, βγάζει από την τσέπη του το χρύσο ποτήρι να το ιδή. Μα η χαρά του κόπηκε αμέσως. Το χρυσό ποτήρι ήτανε τ’ ανύχι του γαϊδάρου! Επίσης στην Κρήτη πιστεύουνε ότι η Νεράϊδες κλέβουνε τα μωρά παιδιά, από τις κούνιες των μανάδων των, πάνε τα πνίγουν και τα ξαναφερνουνε στην κούνια τους πνιγμένα. Μια φορά μια μαμή έπλυνε σ’ ένα ποτάμι. Άξαφνα πετάχτηκε στα πόδια της μια βατραχίνα γκαστρωμένη. Η γρηά φοβήθηκε και της είπε: - Άδικο να σου λάχη, που μ’ εφόβισες, και να μη γεννήσης ώσπου να έρθω να σου πιάσω το παιδί. Για κακή όμως τύχη της γρηάς η βατραχίνα ήτανε Νεράϊδα και, μια βραδυά, κοντά τα μεσάνυχτα, ακούει χτύπους στην πόρτα της. Βγαίνει έξω και βλέπει ένα χωριάτη, μ’ ένα μουλάρι. – Έλα, κυρά μαμή, της λέει αυτός, να πιάσης το «κοπέλι» γιατί κοιλοπονάει η γυναίκα μου. Καβαλλικεύει στο σαμάρι η μαμή, ανεβαίνει κι εκείνος πισωκάπουλα, της δίνει μια της μούλας κι αυτή αρχινάει να πηδάη βουνά και λαγκάδια, ώσπου φτάσανε σ’ ένα φαράγγι, κοντά στη ρίζα ενός δέντρου, όπου ξεπέζεψαν. Η γρηά, τρομαγμένη, δεν μίλαγε. Ο χωριάτης χτυπάει τη γη, σχίζεται αυτή στα δύο, και μπαίνουν μέσα σ΄ ένα ώμορφο παλάτι στρωμένο και στολισμένο με μεταξωτά. Εκεί, σ’ ένα πλούσιο κρεββάτι, μια Νεράϊδα κοιλοπονούσε, άσπρη σαν τις αχτίνες του ήλιου. – Α, καϋμένη μαμή, της λέει, μ’ έσκασες ώσπου ναρθής. Μ’ έπιασε η κατάρα, που μούπες στο ποτάμι: να μη γεννήσω όσο νάρθης. Η γρυά μιλιά! Σε λίγο η Νεράϊδα γεννάει μια κολοκύθα! Ο άνθρωπος, ο Νεράϊδος να πούμε, που ήταν χαμένος έως την ώρα εκείνη, να και μπαίνει άξαφνα βαστώντας ένα μωρό στην αγκαλιά του. Γρήγορα – γρήγορα το σφίγγει στο λαιμό, κρατώντας το απάνω από το γεννημένο κολοκύθι, ώσπου έσταξαν τρεις σταλαγματιές αίμα από τη μύτη του. Αμέσως το κολοκύθι σχίστηκε και βγήκε από μέσα ένα Νεραϊδάκι, «σαν τ’ αστάλαγα τα χιόνια». Η μαμή περιποιήθηκε τη λεχώνα, θέλοντας και μη, κι ύστερα ξαναγύρισε στο σπίτι της. Την άλλη μέρα έμαθε πως πνίξανε η Νεράϊδες το μωρό μιας ανιψιάς της! 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Ο <βαρθακός>,ο βάτραχος είνε αγαπημένος των θεών. Στην Κρήτη το έχουν παρατηρημένο, πως σαν σκοτώση κανένας <βαρθακό>, είνε αδύνατον να μη σπάση την ημέρα και κανένα πιάτο. 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Οι χωρικοί της Κρήτης πιστεύουν οτι τον σεισμό τον κάνει η “οργή του Θεού” Άλλοι πάλιν λένε πως είνε βαθειά στη γή Αραπάδες, που πυρώνουν σίδερα κι' όταν τα πυρώσουν καλά και τα χτυπούν με τα σφυριά τους, κάνουν τη γή να τρέμη. 

Άγνωστος συλλογέας (1930)

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

Τύπος
Παραδόσεις (10)
Συλλογέας
Άγνωστος συλλογέας (10)
Τόπος καταγραφής
Κρήτη (10)
Χρόνος καταγραφής1930 (10)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.