• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 15

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Κατά δάσκαλον που κάθεσαι έτσι γράμματα μαθθαίννεις 

Καϊμάκης, Στυλιανός (1957)
Thumbnail

Τον Μάρτην ξύλα φύλαε μεν κάψης τα παλλούτζια 

Καϊμάκης, Στυλιανός (1957)
Η παροιμία αυτή δεικνύει την ανάγκην προβλέψεως, ώστε να μη μένη κανείς εκτεθειμένος, όταν τυχόν έλθουν δύσκολοι καιροί
Thumbnail

Από 'σιει δέντρον έσιει σσιός τζι' από 'σιει σσιός τζιοιμάται 

Καϊμάκης, Στυλιανός (1957)
Η παροιμία αυτή λέγεται για να δείξη τα αγαθά αποτελέσματα της προβλεπτικότητος και εργασίας του ανθρώπου, η οποία πάντοτε ανταμείβει τον καλώς εργαζόμενον
Thumbnail

Κατά μάναν κατά τζιύρην κατά θκειόν καραβοτζιύρην 

Καϊμάκης, Στυλιανός (1957)
Thumbnail

Ο κάττος την κάτταν τζι η κάττα τα καττούθκια 

Καϊμάκης, Στυλιανός (1957)
Η παροιμία αυτή λέγεται στις περιπτώσεις που ένας καθιστά υπευθύνους τους κατωτέρους του χωρίς δισταγμό δια να αποφύγη ο ίδιος την ευθύνην πράξεως που δεν θέλει να κάμη από τεμπελιά ή ανικανότητα
Thumbnail

Κάθε ξύλον τον καπνόν του ξέρει 

Καϊμάκης, Στυλιανός (1957)
Η παροιμία αυτή λέγεται επί της περιπτώσεως που ο άνθρωπος κρατεί μέσα του τα αφορώντα τον ίδιον του εαυτόν του ζητήματα, ιδίως συμφοράς, από πνεύμα υπεριφάνου αξιοπρέπειας
Thumbnail

Κάθε πουλλί με την φωνήν του σιαίρεται 

Καϊμάκης, Στυλιανός (1957)
Η παροιμία αυτή δείχνει τον εγωισμόν του ανθρώπου, ο οποίος θεωρεί εαυτόν ανώτερον των άλλων και ευχαριστείται από τας πράξεις του, θεωρών αυτάς αξιολόγους, παραγνωρίζων τας πράξεις των άλλων
Thumbnail

Ο ταξιδιώτης που ανεβαίνει τον άσπρο δρόμο προς την βάβλα θ’ αντικρύση στ’ αριστερά του, κάτω μακρυά, μερικά κάτασπρα στίγματα σαν πρόβατα σε μακρινά λιβάδια. Σαν όμως κάνη τον κόπο να κατέβη ως εκεί, θα δή ότι τα μακρινά πρόβατα είναι μικρά μικρά σπίτια, κατάλευκα και μισοερειπωμένα. Η ερημιά γύρω τα τυλίγει με την πένθιμη σιγή της, ώστε όλα εκεί, δένδρα, σπίτια, φαίνονται σαν νεκρά. Στα παλιά τα χρόνια, τον καιρόν της Τουρκοκρατίας, εδώ υπήρχαν περισσότερα σπίτια, ένα ολόκληρο χωριό, η Παρσάτα, με αρκετούς κατοίκους, Έλληνες και Τούρκους. Εργάτικοι όπως ήταν, έκαμαν δρόμους, εκαλλιέργησαν τους αγρούς και οι Χριστιανοί έχτισαν μια ωραία βυζαντινή εκκλησούλα, αφιερωμένη στην «Αγία Μαρίνα». Δίπλα στην εκκλησία έχτισαν και ένα μύλο για ελιές και τον αφιέρωσαν κι αυτόν στη χάρη της. Το εισόδημα που έπαιρναν από το μύλο το μοίραζαν στους φτωχούς του χωριού. Έτσι όλοι ζούσαν αγαπημένοι και ευτυχισμένοι. Η ευτυχία τους όμως αυτή δεν κράτησε και πολύ. Ένας Τούρκος Αγάς, σκληρός και άκαρδος, πήγε κι εγκαταστάθη εκεί με αρκετούς δούλους. Από τότε άρχισαν τα βάσανα των φτωχών ραγιάδων. Τους έπαιρνε τα κτήματα, τα σπίτια, χωρίς καμία πληρωμή. Όποιος αντισκεκόταν, το πλήρωνε με το κεφάλι του. Στο τέλος απεφάσισε να κάμη το δικό του μύλο για να συναγωνιστή τους Χριστιανούς και να κόψη το ψωμί των φτωχών. Κάλεσε τους καλύτερους τεχνίτες κι άρχισαν να κτίζουν τον μύλο. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ήταν έτοιμος. Την άλλη μέρα θ’ άρχιζε δουλειά. Ήταν βράδυ σαν γύριζε από τα χωράφια ο αγάς. Επιθεώρησε τον μύλο, ήταν γεμάτος από άγρια χαρά, πήγε να κοιμηθή για να είναι την άλλη μέρα ξεκούραστος στη δουλειά. Όλα κοιμούνταν στο χωριό … Όλα ήσυχα, όλα βουβά … Μόνο το χλωμο φεγγάρι ταξίδευε στα ουρανια ύψη, δίνοντας σ’ όλα, σπίτια, δένδρα, νερά ένα απάλό χρυσό χρώμα. Ξάφνου, κάτι σαν αστραπή φώτισε γύρω την πλάση, και μέσα σ’ αυτή την ουράνια λάμψη μια θεία γυναίκα, ντυμένη στα χρυσά, περπατούσε αργά αργά προς το σπίτι του αγά. Μπήκε στο μύλο μέσα όπου κοιμόταν ο Τούρκος για να τον φυλάει. Έβγαλε ένα χρυσό στιλλέτο, επλησίασε προς τις μυλόπετρες και τις έκοψε στα δυό. Ο Αγάς έντρομος σηκώθηκε. Είδε τα’ άγρια όνειρα του να σβήνωνται, αλλά δεν κατώρθωσε από τον φόβον του να ούτε μια λέξη ν’ αρθρώση. Μόνο παρακολουθούσε με ολάνοικτα από το φόβο μάτια την θεία αυτή γυναίκα, ως ότου χάθηκε στο σκοτάδι της νύχτας. Τότε μόνον κατώρθωσε να φωνάξη τους δούλους να ετοιμάσουν τα πράγματα για να φύγουν μια ώρα νωρίτερα από εκείνο το χωριό της «Αγίας Μαρίνας». Κατά την αυγή, το τελευταίο αστέρι είδε από τα ύψη που βρισκόταν ταπεινό και σκυθρωπό τον σκληρό Τούρκο ν’ αφήνη πίσω του τα σπίτια του χωριού και να φεύγη για την πατρίδα του. Οι πρώτες χρυσές αχτίνες του ήλιου βρήκαν τους Χριστιανούς ελεύθερους να δοξολογούν την Αγία Μαρίνα για το θαύμα της 

Μυλωνάς, Κωνσταντίνος (1957)
Thumbnail

Πάνω στο βουνό, που κείται ακριβώς απέναντι του μοναστηριού του Κύκκου, ευρίσκοντο δύο μικρά χωριά, στην αγκαλιά ενός πυκνού δάσους, με εργατικούς κατοίκους, που εκμεταλλεύονταν το δάσος ως υλοτόμοι. Τα χωριά αυτά ήσαν το Κούρι και το Μήλο(1). Τώρα, αν πας στον τόπο που ήταν τα χωριά αυτά, δε θα δης παρά μονάχα καμιά κληματαριά, που απόμεινε ύστερα από τόσο χρόνο ακαλλιέργητη, κανένα τοίχο ή μισοχαλασμένη δομή από τους αμπελώνες, κανένα οπωροφόρο δέντρο ή κάπου κάπου κανένα ίχνος από τα καλοπεριποιημένα περιβόλια τους. Ζούσαν ήσυχα και ειρηνικά οι κάτοικοι των, ώσπου οι Τούρκοι, που στο μεταξύ είχαν καταλάβει το νησί μας, έφθασαν και τα όμορφα αυτά βουνά. Οι νέοι κατακτηταί τους πείραζαν και οι κάτοικοι μαθημένοι να ζουν ελεύθερα, δεν μπορούσαν να υποφέρουν τις ενοχλίσεις αυτές, και μια νύκτα ξεκίνησαν να φύγουν με το μίσος εναντίον των Τούρκων, που τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν τα αγαπημένα εκείνα μέρη. Περπάτησαν όλη τη νύκτα ως το πρωΐ και ξημερώθηκαν μέσα σε ένα πυκνότατο δάσος, όπου ήταν αδύνατον να ανακαλυφθούν από τους Τούρκους και απεφάσισαν να κατοικήσουν πλέον εκεί. Έκτισαν λοιπόν τα σπίτια τους και στο νέο χωριό έδωσαν το όνομα Μηλικούρι, σμίγοντας τα δύο ονόματα των χωριών τους. [Μήλο= Κύπρου] 

Μελιφρονίδης, Ι. Δ. (1957)
Thumbnail

Στο δρόμο Λευκωσίας Λεμεσού (1) στον 18ον μιλιοδείκτην ευρίσκεται το χωρίον Κόρνος. Όταν πήγα στο χωριό αυτό, ζήτησα από τον ιερέα του χωριού να μου πη πως πήρε το όνομά του ο Κόρνος. Αυτός μου είπε ότι το όνομα «Κόρνος» είναι ιταλική λέξις και σημαίνει κέρατον. Πήρε δε το χωριό το όνομα αυτό από κάποιο βουνό, το οποίον έχει δύο προεξοχές, που ομοιάζουν με κέρατα. Βρίσκεται λίγο έξω απ’ αυτό και το οποίο. [ Δρόμος Λευκωσίας Λεμεσού= Κύπρος] 

Μαυρίδης, Πηγάσιος (1957)
  • «
  • 1
  • 2
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαραδόσεις (8)Παροιμίες (7)ΣυλλογέαςΚαϊμάκης, Στυλιανός (7)Γεωργίου, Ανδρέας (2)Καρύδης, Μάριος (1)Μαυρίδης, Ι. Α. (1)Μαυρίδης, Πηγάσιος (1)Μελιφρονίδης, Ι. Δ. (1)Μυλωνάς, Κωνσταντίνος (1)Χριστοδούλου, Στυλιανός (1)Τόπος καταγραφής
Κύπρος (15)
Χρόνος καταγραφής
1957 (15)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.