• Ελληνικά
    • English
  • English 
    • Ελληνικά
    • English
  • Login
Search 
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Search

Show Advanced FiltersHide Advanced Filters

Filters

Use filters to refine the search results.

Now showing items 1-10 of 164

  • Sort Options:
  • Relevance
  • Text Asc
  • Text Desc
  • Time Recorded Asc
  • Time Recorded Desc
  • Results Per Page:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Τέσσαρας περίπου ώρες από τον Πύργο ευρίσκεται η ιστορική μονή του «Φραγκοπηδήματος», μια Μονή δια την οποίαν έπρεπε να γράφουν πολλά και όμως σχεδόν τίποτε το αξιοσημείωτον περί αυτής δεν εγράφη, τίποτε περί της ωραίας ιστορία της. Η ιστορία της Μονής αυτής χωρίζεται σε δύο μέρη : Εις το ιστορικόν του βράχου, επί του οποίου ευρίσκεται η μονή, και εις το ιστορικόν αυτής ταύτης της Μονής. Περί του βράχου του «Φραγκοπηδήματος» η ιστορία αναφέρει τα εξής καταπληκτικόν, το οποίον εσημειώθει κατά το έτος 1205, ήτοι προ 732 και πλέον ετών : ΑΚτά το έτος αυτό, ως γνωστον, εγένετο εν Ελλάδι η Γ’ Σταυροφορία. Η Σταυροφορία αυτή, της οποίας ηγείτο ο Γάλλος πρίγκηψ Σταμπολίτ, κατέλαβε την αρχαίαν Ήλιδα και τμήμα του στρατού του επεξέτεινε την κατοχήν μέχρι του ως άνω βράχου, με αντικείμενικον σκοπόν την κατάληψιν νεών εδάφων προς το χωριόν Βούναργον, το οποίον απέχει του Πύργου περί τας 3 ώρας. Και η κατάληψις ίσως και του Πύργου θα επραγματοποιείτο εάν δεν εμεσολάβει ένα καταπληκτικόν γεγονός αποδοθέν εις θαύμα. Ούτω, του τμήματος στρατού, όπερ έφθασεν επί του βράχου του «Φραγκοπηδήματος» ηγείτο εις «Φραγκος» αξιωματικός ονόματι Νικόλαος. Ο αξιωματικός αυτός έφιππος καθώς ήτο, διέταξε προέλασιν των υπ’ αυτόν στρατιωτών και τυφλωμένος από την κατακτητικήν μανίαν του, έσπευσεν να προχωρήση πρώτος, νομίζων ότι και πέραν του βράχου το έδαφος ήτο ομαλόν. Ως ήτο επόμενον όμως, κατέπεσεν εις τον κάτωθι του βράχου απότομον κρημνόν και εις βάθος 200 περίπου μέτρων. Παραδόξως ούδεν έπαθε και σώος ανερριχήθη επί του βράχου, διετάξας την μη περαιτέρω προέλασιν του στρατού του. Κατά την πτώσιν του αξιωματικού τούτου εκ του βράχου εις τον κρημνόν, όπληξ του ίππου του άφησεν ίχνη επί του εδάφους, τα οποία οι κάτοικοι Βουνάργου μέχρις εσχάτων ακόμη επεδείκνυον εις τους επισκεπτομένους τον βράχον του «Φραγκοπηδήματος», ονομασθέντα ούτω, διότι εξ αυτού «επήδησεν ο Φράγκος»! Εις το σημείοναυτό ο θρύλος ουδέν αναφέρει, εάν μετά του αξιωματικού ερρίφθησαν εις τον κρημνόν και οι ακολουθούντες αυτόν στρατιώται. Παρέχεται μόνον η διευκρίνισις ότι οι στρατιώται αντελήφθησαν εγκαίρως τον κάτωθι του βράχου χαίνοντα κρημνόν και διέφυγον τον κίνδυνον της κατακρημνίσεως των. Κατ’ αντίκρουσιν όμως προς το ανωτέρω ιστορικόν περί του βράχου τούτου, ο θρύλος αναφέρει άλλα πράγματα. Ούτως ο Φράγκος αξιωματικός, ο οποίος κατέπεσεν εις τον κρημνόν, εδιώκετο υπό των Τούρκων και όταν έφθασεν εις το σημείο του κρημνού, τον οποίον εγνώριζεν, έκαμε το σημείον του Σταυρού, εψιθύρισε : «Άγιε μου Νικόλαε, σώσε με και θα σου κτίσω μιαν εκκλησίαν» και ευθύς αμέσως ερρίφθη εις το κενόν δια να αποφύγη την δίωξιν των Τούρκων, χωρίς να πάθη τίποτε όταν έφθασεν επί του εις βάθος 200 μέτρων εδάφους. Ο θρύλος προσθέτει ακόμη ότι το πέταλον ενός των ποδών του ίππου του καταπέσοντος αξιωματικού απέτυπώθη επί μιας πλάκας επί μιας πλακός, ήτις σώζεται και σήμερον και φαίνονται τα ίχνη του πετάλου. Πάντως, είτε η μία, είτε η άλλη εκδοχή είνε αληθής παραμένει βεβαιωμένον το γεγονός ότι ο Φράγκος αξιωματικός, κατάπεσεν οπωσδήποτε εκ του βράχου χωρίς να φονευθή, δι’ ό και απεφάσισε την ανέγερσιν ναΐσκου ως θα ίδωμεν αμέσως κατωτέρω. Αυτά αναφέρει ο θρύλος περί του βράχου του «Φραγκοπηδήματος». Επί του βράχου όμως τούτου σώζονται ακόμα τα ερείπια ενός ναΐσκου, ο οποίος όμως, όπως αναφέρει πάλιν ο θρύλος, παρέμεινεν ημιτελής και ως θα ίδωμεν κατωτέρω, κατασκευάσθη έτερος ναΐσκος εις απόστασιν 20 λεπτών της ώρας, ένθα η σημερινή Μονή. Το ιστορικόν του τε ναΐσκου και της Μονής έχει ως ακολούθως : Ο Φράγκος αξιωματικός, ο οποίος κατέπεσεν εκ βράχου, απέδωσε την διάσωσιν του εις τον προστάτην του Αγίου Νικόλαον. Και όχι μόνο ανέκοψε πάσαν κατακτατικήν προέλασιν, αλλ’ απεφάσισε να κατασκευάση και ναΐσκον επί του βράχου προς τιμήν του Αγίου Νικολάου. Ολόκληρος όμως η περιοχή ήτο τοσούνος ανώμαλος, ώστε καθίστατο λίαν δυσχέρης η μεταφορά επί του βράχου των οικοδομήσιμων υλικών. Οι εργάται, κατόπιν τούτου, δια να απαλλαγούν του μαρτυρίου αυτού, εμηχανεύθησαν το εξής ψεύδος : Μια νύκτα μετέφερον κρυφίως τα εργαλεία των εις απόστασιν 20 λεπτών της ώρας επί ομαλού εδάφους και την πρωίαν της επομένης διέφωσαν ότι δήθεν κατάπληκτοι ανεύρον τα εργαλεία των, εις ο μέρος τα είχον βεβαίως μεταφέρει αυτοί από της παρελθούσης νυκτός. Η ιστορία αυτή της μυστηριωδούς εξαφανίσεως των εργαλείων και της ανευρέσεως των την επομένην εις άλλο μέρος, επαναλήφθη επί πολλάς ημέρας. Το κόλπο αυτό των εργατών έπιασε και ο εύπιστος Φράγκος αξιωματικός, υπείκων εις τας εισηγήσεις αυτών, εδέχθη όπως ο ναΐσκος κατασκευασθή εις το μέρος, ένθα ανευρίσκοντο τα μυστυριωδώς την νύκτα εξαφανιζόμενα εργαλεία των εργατών. Η κατασκευή του ναΐσκου τούτου και των παρ’ αυτό κελλιών της Μονή επερατώθη κατά το έτος 1235 περίπου, δεδομένου ότι αι εργασίαι διεκόπησαν πολλάκις επ’ αρκετόν χρόνικόν διάστημαν. Εις εν εκ των κελιών τούτων έζησε μονάζων επί 10 περίπου έτη. Η Μονή «Φραγκοπηδήματος» επί πολλά έτη διετέλεσε Μετόχιον της Μονής Δίβρης. Κατά το έτος 1798, ο αείμνηστος εθνομάρτυς Γρηγόριος Ε’ ανεκήρυξε την Μονήν ταύτην αυτοτελή και αυτοδιοίκητόν και ως τοιαύτη παρέμεινε μέχρι του 1840. Από της εποχής ταύτης, εισηγήσει του Αχαΐας Μελετίου και λόγω των πολλών ληστειών και λεηλασιών, αίτινες εγίνοντο εις την Μονήν, συνεχωνεύθη αυτή με την Μονή Σκαφιδιάς. Τέλος εν έτει 1930 ανασυνεστήθη αυτή υπό του νύν Μητροπολίτου Ηλείας κ. Αντωνίου ως Μονή καλογραιών και ετέθη υπό την πνευματικήν ηγεσίαν της οσιωτάτης μητρός Μαρκέλλας. Ήδη εν τη Μονή ταύτη παραμένουν 9 μοναχαί, έτεραι δε τρείς εις το εν τη Μονή ταύτη άνηκον Μετόχιον της «Παναγούλας», παρά το χωρίον Αλποχώριον. Δια την μονήν του «Φραγκοπηδήματος» ας σημειωθή και τούτο το σπουδαίον : Κατά την επανάστασιν του 1821 προσέφερε δυο Πελοποννησίους στρατηγούς, τον Κυπριανόν και τον Νάρκισσον Πετρόπουλον ή Ρηγανάκον. Περί αυτών ασχολείται λεπτομέρως ο Φωτάκος εις το σύγγραμμααυτού «Βίοι επιφανών Πελλοπονησίων ανδρών». 

Κουμπάτης, Γ. Ι. (1937)
Thumbnail

Καταχανάδες στην Κρήτη λένε τους Βρυκολάκους. Τον παληό καιρό μάλιστα οι Κρητικοί πίστευαν πως άμα ένας νεκρός θαβότανε σε αλαφρά χώματα, που δεν τον βάραιναν, <καταχάνευε>, βρυκολάκιαζε δηλαδή. Επειδή δε μια φορά και έναν καιρό <καταχανεύανε>πολλοί πεθαμένοι, γι αυτό φέρανε χώμα από τον Άγιο Τάφο, το ρίξανε απάνω στα νεκροταφεία και έτσι δεν βρυκολάκιασε πειά κανένας. Επίσης και οι παπάδες είχαν συνήθεια τον παληό καιρό, άμα πέθαινε κανείς, να χαράζουν απάνω σ’ένα βήσαλο()κεραμίδι) έναν σταυρό ή πεντάλφα. Το κεραμίδι αυτό το απάνω στο στήθος του νεκρού, έτσι δεν μπορούσε να <καταχανέψη>. Κάποτε είχε βρυκολακιάσει ένας νεκρόςε θαμένος στο σημοκκλήσι του Άι- Νικόλα, στην Άξο. Το μνήμα του ήταν κάτω από ένα δέντρο που το λένε <τραμύθια>Πολλές φορές οι χωριανοί είχαν δή τον <Καταχανά>αυτό να κάθεται απάνω στην πλάκα του τάφου του και να <τσαγκαρεύη>(μπαλώνη) τα <στιβάλια >του, επειδή φαίνεται έκανε μεγάλους δρόμους και του ξεσχιζόντουσαν. Η δουλειά του, κάθε βράδυ που έβγαινε από το μνήμα του, ήταν να πνίγη τα νειόπατρα αντρόγυνα, να φοβερίζη τους διαβάτες και να κάνη όλον τον κόσμο να τρέμη. Όταν έπαιρνε τους δρόμους, όσα όρνια ή σκυλιά ή ζώα συναντούσε ψοφισμένα μπροστά του, όλα τα σήκωνε και τα’ανάσταινε. Αυτά τότε τον ακολουθούσαν από πίσω και γινόταν μεγάλο κακό. Συνήθιζε σε ακόμα ο Καταχανάς αυτός να μπαίνη στα σπίτια από τις <ανηφοράδες>(καπνοδόχους), να χύνη τα φαγητά από τα τσουκάλια και να τα μαγαρίζη. Πολλές φορές, το καλοκαίρι, μήνα Αύγουστο, τον άκουγαν οι αμπελουργοί, που φύλαγαν τα’αμπέλια τους, να γυρίζη μεσάνυχτα στο μνήμα του και να τραγουδάη. Μια φορά μάλιστα τον άκουσαν να λέη τραγουδιστά : -Από το Χουδέτσι έρχομαι και ει(μια κουρασμένος, κι ένα <ανδρόυνο>έπνιξα <συνορο(βλοημένο> (νειόπαντρο). Ετσι στο τέλος, απαυδισμένος πειά, ο κόσμος αποφάσισε να τον ξεκάνη. Αλλά πώς; Μέσα στο μνήμα του δεν τον βρίσκανε. Πήγαν και βρήκαν τότε έναν παληό <σύντεκνο>(κουμπάρο), που ήταν <αλαφρόστρατος>(αλαφροίσκιωτος)και σαν αλαφρόστρατος, μόνον αυτός μπορούσε να δή πότε έμπαινε και πότε έβγαινε ο Καταχανάς στο μνήμα του. Πήαγανε λοιπόν, νύχτα ακόμα, πριν ξημερώση, και λειτουργούσανε στο ρημοκκλήσι του Άι-Νικόλα. Ο αλαφρόστρατος σύντεκνος καθόταν απέξω κι έβλεπε πότε θα γυρίση ο Καταχανάς που έλειπε. Έξαφνα, σε μια στιγμή τον είδε απάνω στο μνήμα του να τσαγκαρεύη..Αμέσως έκανε νόημα στους άλλους χριστιανούς, που ήσαν μέσα στην εκκλησιά και στον παπά, που στέκοταν έτοιμος με τα Άγια Μυστήρια στα χέρια. Έτρεξαν όλοι τότε με τον παπά εμπρός, κατά το μνήμα. Ο Καταχανάς, που κατάλαβε αμέσως τι του είχαν σκαρώσει και ποιος του έκανε την <μπρουσκάδα> (ένεδρα)αυτή φώναξε: -Άχ αφέντη, σύντεκνε, τι μου έκανες! Και αμέσως πέταξε στον προδότη του το τσαγκαροσούφλι που κρατούσε και εμπάλωνε και του έβγαλε το δεξί μάτι. Μα επειδή την ίδια στιγμή έφτασε και ο παπάς, ο Καταχανάς έτρεξε και χώθηκε μέσ’ στο μνήμα του. Ο παπάς στάθηκε τότε απάνω στο μνήμα, με τα Άγια στο χέρι, και είπε δυνατά: -Πάντων ημών, μνησθεί, Κύριος ο Θεός! Αμέσως την ίδια στιγμή ακούστηκε μέσα στο μνήμα ένας χτύπος τόσο δυνατός, που ταράχτηκε όλος ο τόπος! Είχε σκάσει ο Καταχανάς! Ανοίξανε τότε το μνήμα του, κοίταξαν μέσα και είδαν τον Καταχανά με πρόσωπο ζωηρό και ροδοκόκκινο σαν να κοιμόταν. Μα ήταν πειά πεθαμένος. Τον έσχισαν αμέσως και του έβγαλαν την καρδιά του, που ήταν σαν σταμνί γεμάτο αίμα, από εκείνο όπου έπινε και ζούσε. Του διάβασαν ότι χρειαζόταν και τον ξανάθαψαν και από τότε δεν ξαναφάνηκε πειά! Οι Καταχανάδες καμμιά φορά παίζουνε και λύρα. Πολλοί <αλαφροί>είδαν έναν Λαγουδομιχελή που πέθανε και καταχάνεψε, να βγαίνη από το μνήμα του, να κάθεται απάνω και να παίζη λύρα. Τον βούλωσαν με του Σολομώντα τη σφραγίδα (πεντάλφα), μα τίποτε δεν του εκάνανε. Και τότε φέραν χώμα από τον Άγιο Τάφο, το ρίξανε επάνω στον τάφο του και έτσι πιά ησύχασε. 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Στ' Αληκιανού υπάρχει σήμερα μια μεγαλοπρεπής εκκλησία του Τίμιου Σταυρού. Η εκκλησία αυτ΄γη ανέκαινίσθη τα τελευταία χρόνια. Προηγούμενα ήταν μια μικρή παληά εκκλησούλα θαυματουργή. Κάποτε πέραστκοι απ' εκεί έκλεψαν τον Σταυρό και του αφήρεσαν τα πολύτιμα αφιερώματα των ευλαβών Χριστιανών. Στις 13 Σεπτέμβρη, παραμονή του εορτασμού, ο ιερεύς του χωριού δεν ήθελε να λειτουργήση και πανηγυρίση η εκκλησία εξ αιτίας της φρικτής ιεροσυλίας. Τη νύκτα ο παπάς άκουσε μια μεγάλη βοή και πήγε στην εκκλησία να προσευχηθή και βλέπει το σταυρό στη θέσι του. Μια καλόγρηα ονειρεύτηκε τον τόπο που είχαν κρύψη τα κλεμμένα αφιερώματα. Πραγματικά πήγαν μέχρις εκεί και ευρήκαν μόνον κάτι “σιδερικά” των αφιερημάτων.Από τότε ο Σταύρος θεωρείται θαυματουργός και κάθε 14 Σεπτεμβρίου γίνεται μεγάλο πανηγύρι στο συρρέουν πλήθος κόσμου. Ακόμη πολλοί ασθενείς θεραπεύονται. 

Άγνωστος συλλογέας (1939)
Thumbnail

Ένα Πλωμαρίτικο καίκι (απο την Μυτιλήνη, ταξίδευε τη νύχτα με φεγγάρι. Ήτανε γαλήνη και τα πανιά του καικιού ρίχνανε τον ίσκιο τους στα ήσυχα νερά. -Αι απο το καίτς. Ποιοι είσαστε σείς; ρώτησε ο καπετάνιος. -Πλουμάρ' καίτσ, είπε ο ναύτης που φύλαγε στην πλώρη. -Ντα έχετε μέσα; -Γαιδούρια τσ' έναν παπά. -Γαιδούρια σείς γαιδούρια μείς. Όρτσα σείς, πόντζα μείς, φώναξε ο καπετάνιος. 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Όταν κράξη μεσονύχτι ο πετεινός, δεν πρέπει να βγαίνη κανείς έξω απ' το σπίτι του, γιατί εκείνη την ώρα τριγυρνάει ο Τρισκατάρατος με τις Καλές Κυράδες. 

Άγνωστος συλλογέας (1929)
Thumbnail

Οι γι’ Αγουδαίοι ζυγώνανε την Παναγία να την πιάσουν μια φορά κι αυτή έτρεχεν σ’ έναν κάμπο σπαρμένο από λουμπίνια. Τα λουμπίνια ήσανε μεστωμένα και τα λουβιάν των τσίτωναν τα πόδια τση Παναγίας και ξαιμάτωναν. Η Παναγία στον πόνον τζη απάνω των καταράστηκεν: «την κατάρα μου νάχετε και την πίκραν τση καρδιάς μου να πάρετε» Μα κάποιοι φτωχοί που άκουσαν την κατάρα παρακάλεσαν τη Παναγία κ’ είπαν. «Όχι Παναγία μου, γιατί τα τρων οι φτωχοί και ζούνε». Η καλή Παναγία αλλάσσει την κατάρα: «ας γλυκαίνουν τα λουμπίνια για να τα τρων οι φτωχοί μα να τα βράζουν εφτά φορές ομπρός». Για να κρυφτή η Παναγία, να μην την πιάσουν τότε, έτρεξεν κ’ εμπήκεν σ’ ένα κουράδι αίγες που βοσκούνταν κειό κοντά. Οι γ’ αίγες όμως φύγανε και πιάσαν τα πλάγια. Η Π. καταρίστηκεν κ’ είπεν «την κατάρα μου νάχετε κι όλο σηκωμένη νάχετε την ορά σας να φαίνεται ο κώλος σας και να τρέμετε στη βροχή και στο χιόνι». Κ’ ετσά το πάθανε κιόλας. Ύστερα πήγεν η Παναγία στα πρόβατα να κρυφτή, τα καλά πρόβατα μαζωχτήκανε γίνηκαν σωρός κι έκρυψαν την Παναγία. Αυτή τα ευκήστηνεν κ’ είπεν» την ευκή μου νάχετε κι όντε βρέχει και χιονίζει να μην εργάτε μόνον να βράζετε κ’ εις το χιόνι απάνω να γεννάτε τα παιδιά σας». Την ίδιαν ευκή πήραν και τα βούγια γιαυτό βρέχουνται και χιονίζουνται και στέκουν ήσυχα βράζουν και καπνίζει η ράχη των από την ζέστη κι αναχαράσσουν το φαιν των. 

Άγνωστος συλλογέας (1927)
Thumbnail

Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος. – Πάμε στην Τούμπα; Μου λέει κάποιος φίλος μου, θα περάσουμε ωραία. – Ποια Τούμπαν; Εις την Θεσσαλονίκην υπάρχουν πολλές τούμπες και εντός και εκτός της πόλεως. Ανάγκη μιας διευκρινίσεως εδώ. Μια φορά και ένα καιρό ως θέσις «Τούμπα της Θεσσαλονίκης» ήτο γνωστή η περιοχή η περί την μεγάλην Τούμπαν, προς την δυτικήν έξοδον της πόλεως και επί της Εγνατίας ακριβώς οδού, η μεγάλη και υψηλή εκείνη τούμπα ( βουνοειδής σωρός χώματος) δια την οποίαν τόσοι θρύλοι περί κατακεχωσμένου θησαυρού και τόσαι ανασκαφαί, κατά τον μεγάλον πόλεμον, εκ μέρους των Γάλλων στρατιωτικών προς ανακάλυψιν των απ’ αιώνων κεκρυμμένων τιμαλφών. Ήτο δε περίεργος η κοπή αυτής υπό των Γάλλων, σαν κόψιμο τούρτας κατά φέτες εις κάθετον τομήν… Τι ευρέθη εντός αυτής; Χώμα παχύ και άφθονον και μόνον χώμα και άλλο τίποτε. Μηδέν. Χώμα ψαχνό και πάλιν χώμα. Βαρυνθέντες και αυτοί διέκοψαν τον κατατεμαχισμόν… Τι μυστήριον, αλήθεια, και αυτές οι «τούμπες» μεγάλες και μικρές, οι τύμβοι δηλαδή χωμάτων ως λοφίσκοι εις διαφόρους αναμεταξύ των αποστάσεις μέσα εις τας ευρείας πεδιάδας της Μακεδονίας. Πολλοί σοφοί και ειδικοί και ιστορικοί ξένοι και δικοί μας απασχοληθήκανε με αυτές και πολλοί περίεργοι άνοιξαν τρύπες, μέσα εις τα χωματένια σώματά των, δια ν’ ανακαλύψουνε τι κρύπτουνε. Άλλοι είπαν ότι είνε τάφοι στρατιωτών πεσόντων κατά διαφόρους μάχας, των οποίων τα πτώματα συνήχθησαν εις ένα μέρος και εσκεπάσθηκαν με χώματος βουνά μικρά. Άλλοι υποστηρίζουν, και αυτοί φαίνονται πιο πιστευτοί, ότι πρόκειται περί οπτικού τηλεγράφου των αρχαίων. Επάνω εις κάθε τύμβον έμενε φρουρά, η οποία ήναπτε πυράς και μετέδιδε διαταγάς και αγγέλματα εις τα στρατιωτικά σώματα που ήσαν σκορπισμένα ανά την Μακεδονίαν, εώς το έσχατον δυτικόν άκρον αυτής. Εννοείται ότι εκτός των σοφών και των ειδικών και ο λαός έχει τα ιδικά του παραμύθια δια τους μαστούς αυτούς της γης, τους τόσον περίεργους και ανεξηγήτους. Ωραία είνε μια παράδοσις, που άκουσα κάποτε γι’ αυτές σ’ ένα χωριό των Γιαννιτσών. Ότι κακούργοι τον παληό καιρό επήγανε να κλέψουνε τα χρήματα ενός ναού, υποθέτω του Αγίου Δημητρίου. Ο ναός ήταν πλούσιος πολύ και γεμάτος με σωρούς χρυσού. Οι ιερόσυλοι γέμισαν τα σακκούλια τους με το χρυσάφι και θέλησαν να φύγουν κατά την Αρβανιτιά, από όπου και κατήγοντο. Ο χρυσός όμως ήτανε βαρύς και τρύπησαν τα σακκούλια. Και έτσι έπεφτε εδώ κ’ εκεί, και όπου έπεφτε γενόταν χώμα. Και το χώμα έμεινε, έτσι σωριασμένο προς αιώνιον των ληστών ανάθεμα και παράδειγμα των άλλων. Αν όμως οι πατήσαντες την εκκλησίαν εγέμισαν όλην την Μακεδονίαν χώμα, εώς τα αλβανικά τα σύνορα, αυτοί αποθανόντες δεν ευρήκαν ούτε ένα δράμι χώμα για να αναπαυθούν. Όπου και αν τους έχωναν, η γη του εξερνούσε, ώσπου ηναγκάσθησαν να πετάξουνε τα πτώματά τους μέσα στη λίμνη της Πρέσπας τη μεγάλη. Αλλά και εκεί, μόλις οι νεκροί άγγισαν της λίμνης τον βυθόν, το χώμα υπεχώρησε και μια οπή άνοιξεν εκεί και τους κατέπιε. Από τότε υπάρχει η τρομερά αυτή οπή στην ανωτέρω λίμνη, από την οποίαν ροφάται με πάταγον αρκετόν μέρος του νερού της λίμνης. Είνε, όμως, μυστήριον, που βγαίνει το νερό αυτό. Μερικοί θέλουν να ειπούν ότι το νερό εκβλύζει κοντά σ’ ένα χωριό που κείται ολίγον επάνω και προς βορράν των Βοδενών, και όπου παραπολλές φορές μεταβάλλει εις λίμνην την πεδιάδα του χωριού. Την εκδοχήν αυτήν την υποστηρίζουν περισσότερον οι κάτοικοι του Νησίου, στηριζόμενοι σε μια παληά παράδοσι, την οποίαν καλόν είνε να αναφέρω εν ολίγοις. Ένας μυλωνάς μια φορά, απ’ έξω από το Νησί, καθόταν με το γυιό του στο προσηλιακό του μύλου τους και παίζαν τις φλογέρες των, γιατί δεν θα είχαν, φαίνεται, δουλειά. Τότε πέρασεν από εκεί ένας Σαρακατσάνος τσέλιγκας, μαζί με τα κοπάδια, την οικογένειά του, τα άλογα και τα μουλάρια, με τους πιστικούς και τους βοσκούς του, πηγαίνοντας στο ξεκαλοκαιριό, απάνω εις την Πρέσπα. Ήταν άνοιξις. Κάθησε λίγο στον μύλο να ξεκουρασθή και ρώτησε τον γέρο πως πάνε οι δουλειές. – Κακά-ψυχρά κι’ ανάποδα, του απήντησεν εκείνος. Μυλωνάς εγώ κοντεύω να μην έχω ψωμί εγώ και το παιδί μου. – Δεν μου τον δίνεις, του είπε ο τσέλιγκας, τον γυιό σου, να τον πάρω εγώ για τα πρόβατα βοσκό, τώρα το καλοκαίρι, και τον χειμώνα που θα περάσω για τα ξεχειμαδιά, σου τον αφήνω πάλι εδώ πέρα για να σε βοηθήση στο μύλο τον χειμώνα, που έχεις περισσότερες δουλειές. Ο νέος έφυγεν από το Νησί κομίζοντας μόνον τη φλογέρα του και του πατέρα του την ευχή. Εκεί όμως στην Πρέσπα που έβοσκε τα πρόβατα, νοσταλγώντας το χωριό του και το μύλο του, καθόνταν κι’ έπαιζε πάντοτε την φλογέρα του. Κάποτε ένα μεσημέρι, παίζοντας αποκοιμήθηκε και η φλογέρα ξέφυγε από τα χέρια του και έπεσε μέσα στης λίμνης το νερό. Το ρεύμα την παρέσυρε, την πήγε στη ρουφίχτρα και η φλογέρα χάθηκε, χωρίς ο νέος να κατορθώση να την πιάση. Μια ημέρα που ο πατέρας του εις το Νησί καθόταν πάλι εις τη «Βοντενίτσα» του και λιαζόταν κοντά στη φτερωτή, είδε του μύλου το αυλάκι να φέρνη μια φλογέρα. Ρίχνεται, την αρπάχνει και βλέπει με μεγάλη έκπληξι πως ήταν η φλογέρα του παιδιού του. Μη δυνάμενος να εξηγήση το μυστήριον, την άφησε μέσα στου δωματίου των το ράφι και ξαναβγήκε για να ξαπλωθή και να χορτάση ήλιο, αφού δεν χόρταινε ψωμί. Πέρασε το καλοκαίρι, ήρθε το φθινόπωρο και ξαναπέρασε ο τσέλιγκας κατεβαίνοντας να παραχειμάση κάτω στη Χαλκιδική. Περνώντας από το μύλο άφησε το παιδί του μυλωνά και επειδή ήταν με τούτο ευχαριστημένος του είπε πως το καλοκαίρι που θα ξαναναβή στην Πρέσπα θα το ξαναπάρη. Μια ημέρα το παιδί καθώς ανακάτευε κάτι πράγματα στο ράφι είδε τη φλογέρα του και έτριβε τα μάτια του. – Πού βρέθηκε, πατέρα, η φλογέρα μου εδώ; Ο πατέρας διηγήθη πως τη βρήκε και το παιδί του διηγήθη πως την έχασε. Τότε και οι δυο έκαμαν τη σκέψι ότι το νερό της ρουφίχτρας από την Πρέσπα θα βγαίνη βέβαια εις το Νησί. Μεγάλη και τεραστία η απόστασις, αλλά η φλογερή, παρούσα, πιστοποιούσε την πραγματικότητα του απίστευτου αυτού με την παρουσίαν της. – Τότε, πατέρα, είπε το παιδί, θα κάμω κάτι άλλο. Θα ρίχνω ένα κατσίκι από την Πρέσπα ή κάνα αρνί για να το βγάζη το νερό εδώ στο μύλο και να το γλεντάς και συ που όλο πράσσα και φασόλια γεύεσαι. Και έτσι έγινε σαν ξαναπέρασε την άνοιξι ο τσέλιγκας και ξαναπήρε τον γυιό του μυλωνά. Και σαν διεπιστώθη ότι τα αρνιά έβγαιναν εκεί, την Τρίτη τη χρονιά ο μυλωνάς είχε Πάσχα κάθε μια εβδομάδα. Μα με το σύστημα αυτό τα πρόβατα του Κεχαγιά λιγόστευαν. Τ’ αρνάκια μυστηριωδώς εχάνοντο. Αγρυπνούσαν οι βοσκοί μήπως τα τρων οι λύκοι, μα ούτε λύκοι φάνηκαν πουθενά, ούτε σκυλιά γαύγιζαν. Ως που, ένας πιστικός σαν κάτι ύποπτο να είδε να κάνη το παιδί, παραφύλαξαν και το πιασαν να σφάζη και να πετάη στη ρουφίχτρα της λίμνης τα αρνιά. Έξω φρενών ο τσέλιγκας του δίνει μια και το πετάει κι’ αυτό μέσα στη λίμνη. Και ως να σκεφθή και να μετανοήση για την πράξι του η ρουφίχτρα το είχε καταπιή. Μια ημέρα που ο μυλωνάς καθόταν έξω από το μύλο του, περιμένοντας να ψαρέψη κανένα αρνί από το νερό, είδε να αναδύεται από τα βάθη των νερών ο γυιός του. – Καλά, είπα εις τους Νησιώτες, που μου διηγόντουσαν αυτό, τότε εδώ κοντά εις το χωριό σας πρέπει να έχη βγάλη το νερό και τα πτώματα εκείνων των καταραμένων που δεν εδέχετο η γη, γιατί εκλέψανε την εκκλησία. – Καθόλου παράξενο, μ’ απήντησαν, εδώ είνε ένα μέρος που το λέμε ημείς «βύρο», που είνε σαν μια τρύπα εις τη γη και δεν λείπει το νερό ποτέ. Κι’ εμείς το έχουμε αυτό για καταραμένο μέρος και δεν βοσκούμε ποτέ εκεί, ούτε κόβουμε χορτάρι. Και ίσως και γι’ αυτό όλο και φειδόχορτα φυτρώνουν εκεί γύρω. Αλλά όχι οι δικοί μας μοναχά, αλλά και οι Σέρβοι έχουν παραδόσεις γι’ αυτές τις Τούμπες, που ανάγονται στον Μάρκο Κράλλη, ένα μυθικό ήρωα του σερβικού λαού, και τις αδερφές του. Για τον περίεργο τούτον Μάρκο Κράλλη, που έχει γεμίση με ιστορίες θρύλων και κατορθωμάτων την εύφλεκτον φαντασίαν του σερβικού λαού. Σέρβος καθηγητής της Ιστορίας μου έλεγε στο Βελιγράδι ότι ο Μάρκος Κράλλης, που τραγουδάει ο σερβικός λαός, ήταν ένας κατεργάρης βοεβόδας, ο οποίος επρόδωσε πολλάκις, τα συμφέροντα των Σέρβων εις τους Τούρκους κυρίαρχους, αγορασθείς υπ’ αυτών. Αυτό τουλάχιστον πιστοποιεί η ψυχρά η Ιστορία. Αλλά με τις παραδόσεις για τις Τούμπες παρ’ ολίγο να λησμονήσωμε την πραγματική την Τούμπα, προς την οποίαν και διηυθυνόμεθα. Πρόκειτα για τη θέσι Τούμπα, την ανατολικώς της Θεσσαλονίκης, που ήταν προ του ευρωπαϊκού πολέμου ως θέσις άσημος και άγνωστος και σήμερα έχει μεταβληθή σε μια πόλι 15-20 σχεδόν χιλιάδων κατοίκων, γεμάτη ζωή και κίνησι και ζωηρότητα, γεμάτη πάντα επεισόδια και ρωμαντισμούς, γεμάτη δράσι και ανησυχία, πόλι ζωντανή, θερμόαιμη, νέα και ωραία, με κόσμο εκλεκτόν, που, παρ’ όλη την ολιγοχρόνιο ζωή της, έχει δημιουργήση παραδόσεις, έχει δημιουργήση προηγούμενον! Σ’ αυτήν θα πάμε εις προσευχή επιστολήν! 

Άγνωστος συλλογέας (1936)
Thumbnail

Η τρίτη τέλος Λίμνη της Πίνδου, κείται επί του Λάκμωνος νύν Περιστέρι, κορυφής ής το ύψος υπολογίζεται ίσον του μεταξύ της Τύμφης και του Λύγγου, κειμένης δε άνωθεν του Μετσόβου και του Συράκου. Η Λίμνη αυτής, πολύ μικροτέρα των δύο προηγουμένων, είναι στρογγύλη και καλείται βλαχιστί, διότι Βλάχοι και περί ταύτην βιούσι, Βρίγγα (κύκλος), είτε εκ του κυκλικού της σχήματος είτε διότι το ύδωρ αυτής, το οποίον εξέρχεται επί της επιφάνειας της γής από βράχον και μετά ελικοειδή ρούν σχηματίζει αυτήν, χωνεύει εν τω πυθμένι της περιστρεφόμενον ως προς τον τοιούτον δε ρούν και την περιστροφήν του ύδατος της λίμνης ταύτης, αναφέρουσιν οι περιοικούντες, ότι ο Δράκος αυτής εξελθών εν μορφή όφεως από του βράχου, αφ’ού εκπηδά το ύδωρ,έρπων δε επί τι διάστημα ελικοειδώς,εισήλθε πάλιν υπό την γήν εις το μέρος ένθα η λίμνη χωνεύει, δηλ. εις το μέσον αυτής και ότι αμέσως τότε ανεπήδησαν τα ύδατα, τα οποία ακολουθούντα τα ίχνη του Δράκου εσχημάτισαν τον ελικοειδή ρούν των και την περιστρεφομένην Δρακολίμνην. Αλλ’ εκτός της οφειοειδούς μορφής ο Δράκος ούτος λαμβάνει και μορφήν κριού, διότι διηγούνται ότι ενεφανίσθη ποτέ υπό τοιαύτην μπρφήν και ρβάτευσεν το περί την λίμνην νεμόμενον ποίμνιον προβάτων. Τα πρόβατα εγέννησαν εις τα χειμαδιά ωραιοτάτους αμνούς, αλλά κατά την άνοιξιν, ότε το ποίμνιον ανήλθεν εις τας θερινάς βοσκάς των βουνών, άπαντες οι αμνοί ούτοι επήδησαν εις την Δρακολίμνην του Λάκμωνος, εν ή και απελιθώθησαν. (εβάτευσε=επέβη) (Πολίτου Παραδόσεις Α, σελ. 272) 

Κρυστάλλης, Κώστας (1948)
Thumbnail

Αγαπητή “Νέα Εστία”. Ο κ. Γιάννης Σταυρακάκης γράφει στο προηγούμενο τεύχος σου, οτι οι Κρητικοί νομίζουν πως η λέξη “Κάης” παράγεται από το “καίω”. Αυτό είναι λάθος, γιατί οι Κρητικοι (τουλάχιστον του νομού Ηρακλείου) με το Κάης εννοούν τον Κάϊν, γυιό του Αδάμ. Εννοούν όμως με το “Κάης” τον μαύρο, από τον εξής θρύλο : Όταν ο Κάϊν σκότωσε τον Άβελ, πήγε σε κάποιο ποτάμι να πλύνη τα χέρια του από τα αίματα. Δεν πρόφτασε όμως παρά να βρέξη τις παλάμες μόνο των χεριών του και τις πατούσες των ποδιών του καθώς πάτησε μες στο νερό, γιατί το ποτάμι στέρεψε αμέσως. Κ' έτσι, όπου δεν ήταν βρεγμένος, μαύρισε. Για αυτό νομίζουν και τώρα, στη Κρήτη, τους μαύρους απόγονους του Κάϊν. Με εκτίμηση, Γιάννης Φαλκωνάκης. 

Φαλκωνάκης, Γιάννης (1937)
Thumbnail

Όντεν έβανεν ο Νωές στην κιβωτό τα ζώα ζευγάρι, δεν μπόρεσε να πιάση λαγούς παρά ένα μόνο. Γι' αυτό τον έκαμενε θυληκασέρνικο. Τον ένα χρόνο είναι θηλυκός και γεννά και τον άλλο αρσενικός και ζυγώνει. Τούτο πιστεύουν πολλοί χωρικοί. Μα κι όντεν πολεμάνε να βάλη το γάϊδαρο στην κιβωτό αυτός σέρνουνταν ίσα πίσω ως είναι το συνήθειον του. Ο Νώες εμάνισεν τον εχτύπαν κ' έλεγεν “σε μέσα διάολε σε”. Ο διάβολος η, που στεκεν κειά κοντά και δεν αποκότανε να μπή πήδηξε μέσα με χαρά. Ο Νώε τούπεν “ίντα γυρες μπρέ τούδα” λέει “Ντα δε μούπες να μπώ μέσα;”. Σαν ετελείωσεν ο κατακλυσμός έπεψεν ο Νώες τον κόρακα να πά να ιδή αν εστέγνωξεν ο κόσμος να του πή. Μα ο κόρακας πήεν ποκάτω σε μια συκιά κ' εβρήκεν ψόφια κ' έτρωεν και περίμενε να γινωθούν τα σύνα να πάη απ' αυτά σημάδι. Ο Νώε τόμαθε κ' εκαταράστηκε τον κόρακα ναναι τρυπητός ο λαιμός του όσο καιρόν είναι σύκα. Κ' ετσά ναι τώρα ως πιστεύουν οι χωρικοί. Καταπίνει τα σύκα κι αυτά πέφτουν από την τρύπα κάτω και δεν καταπίνει πράμα. 

Άγνωστος συλλογέας (1935)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 17
  • »

Browse

All of the Digital RepositoryArchive & CollectionsPlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitlesThis ArchivePlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitles

My Account

Login

Discover

Type
Παραδόσεις (164)
CollectorΆγνωστος συλλογέας (98)Σταυρόπουλος, Κωνσταντίνος (12)Heuzey, Len (6)Κρυστάλλης, Κώστας (6)Κατσαλίδης, Χαράλαμπος Γ. (4)Rouse, William Henry Denham (2)Κορύλλος, Χρήστος Π. (2)Κυριακίδης, Σ. (2)Χατζιδάκις, Ν. Ε. (2)Χατζινικολάου, Χ. Π. (2)... View MorePlace recorded
Άδηλου τόπου (164)
Time recorded1950 - 1957 (18)1940 - 1949 (8)1930 - 1939 (88)1920 - 1929 (40)1910 - 1919 (8)1906 - 1909 (2)
Contact Us | Send Feedback
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.