Αναζήτηση
Αποτελέσματα 71-80 από 82
Ο Χριστόν πρώτα τ' εκεινού τα γένα ευλόησεν κ' υστερία τ' αλλωνών
(1931)
Ο Χριστός πρώτα τα δικά του γένεια βλόγησε και ύστερα των άλλων...
Επί της εμφύτου εις τον άνθρωπον ιδιοτελείας...
Επί της εμφύτου εις τον άνθρωπον ιδιοτελείας...
Τα παλαιά τ' άχυρα βορρίζεις
(1931)
Ερμηνεία: Τα παλιά άχυρα ρίχνεις 'ς τον αέρα για να χωρίσης σιτάρι, Κερ. Ιδέ 1237 και 1259...
Ατό το μωρόν πα εγροικά 'το
(1929)
Αυτό και το μωρό το νοιώθει...
βλ. Κερ. Χαλδ. Ιδε 265...
βλ. Κερ. Χαλδ. Ιδε 265...
Όλοι πάγουν 'ς σ' εμέτερα κ' εγώ 'ς ση γειτονίαν
(1931)
Όλοι πηγαίνουν 'ς τα δικά μου κ' εγώ 'ς τη γειτονιά...
Κερ. Επί αέργου και δη γυναικός περιφερομένης από οικίας εις οικίαν...
Κερ. Επί αέργου και δη γυναικός περιφερομένης από οικίας εις οικίαν...
Εδώκα σε έναν παράν κ' άρχισες, άς δίγω σε δύο κ' εστά
(1929)
Σου έδωσα έναν παρά κι άρχισες, να σου δώσω δυό και στάσου...
Η κάτα ντο γεννά πεντικόν πιάνει
(1929)
Εκείνο που γεννά η γάτα ποντικό πιάνει...
Κερ. Τα τέκνα ομοιάζουν τους γονείς ηθικώς και πνευματικώς...
Κερ. Τα τέκνα ομοιάζουν τους γονείς ηθικώς και πνευματικώς...
Εσύ πάλ' εκακάριξες κ' εσήβες 'ς σή δουλείαν
(1929)
Εκακάριξες κ' εσύ και μπήκες 'ς τή δουλειά. Κερ. Ειρωνικώς πρός τον επιχειρούντα έργον ανώτερον των δυνάμεών του...
Που 'κι σπέρ' θερίζει
(1931)
Όπου δε σπέρνει θερίζει
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπει
(1931)
Ο πεινασμένος 'ς τ' όνειρό του βλέπει κομμάτες ψωμιού...
Επί του διαρκώς έχοντος τι κατά νουν και φανταζομένου την απόκτησίν του, διότι το επιθυμεί...
Παραλλαγή: Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπ...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κερέτσα ελέπει (κόρες ψωμιού βλέπει)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' ορωμανατ κοτέρα ελέπ'...
Ο πεινασμένον 'ς σ' άρωμαν ατ' κοτέλα ελέπει (κοτέλα = κοτέρα)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όρωμαν 'ατ' καρβέλα ελέπ'...
Επί του διαρκώς έχοντος τι κατά νουν και φανταζομένου την απόκτησίν του, διότι το επιθυμεί...
Παραλλαγή: Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπ...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κερέτσα ελέπει (κόρες ψωμιού βλέπει)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' ορωμανατ κοτέρα ελέπ'...
Ο πεινασμένον 'ς σ' άρωμαν ατ' κοτέλα ελέπει (κοτέλα = κοτέρα)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όρωμαν 'ατ' καρβέλα ελέπ'...
Καλόν τυρίν 'ς σου σκύλλ' τ' αγγείον
(1929)
Καλό τυρί 'ς του σκύλλου το τουλούμι...
Ερμηνεία: Επί καλού πράγματος κακού κτήτορος ή επί πλουσίου και μορφωμένου ανθρώπου μη έχοντος ήθη χρηστά ή επί πράγματο καλού μεν, αλλά μη δυναμένου να χρησιμοποιηθή δια τινας λόγους...
Παραλλαγή: Καλόν τυρίν 'ς ση σκύλλ' τ' αγγείον...
Παραλλαγή: Καλόν τυρίν 'ς ση σκύλλ' τ' αγγείν...
Ερμηνεία: Επί καλού πράγματος κακού κτήτορος ή επί πλουσίου και μορφωμένου ανθρώπου μη έχοντος ήθη χρηστά ή επί πράγματο καλού μεν, αλλά μη δυναμένου να χρησιμοποιηθή δια τινας λόγους...
Παραλλαγή: Καλόν τυρίν 'ς ση σκύλλ' τ' αγγείον...
Παραλλαγή: Καλόν τυρίν 'ς ση σκύλλ' τ' αγγείν...