Αναζήτηση
Αποτελέσματα 61-70 από 207
Καλή 'μουνα κ' έκαμα τα και καλή κι' απόσχιαζα τα
(1920)
Αποσχιάζω = διορθώνω εντελώς, συμπληρώνω την κατασκευή, τελειώνω το έργο
Κακό 'τανε το κλήμα κ' εφαέ το και το χτήμα
(1920)
Χτήμα = ίππος, όνος, μουλάρι (κτήμα)
Άκουε τυρί και φούσκωνε μαλάκα
(1920)
Μαλάκα = φρέσκος τυρός, ο πρώτος μετά την πήξιν του γάλακτος