Αναζήτηση
Αποτελέσματα 61-70 από 737
Γω ΄υρεύω περίλ΄ να γλείζω, τσαι συ΄ς τ΄ εμέν ΄λεύρι ΄υρέφ ;
(1951)
Εγώ γυρεύω γυράλευρο να γλέιψω και συ από μένα αλεύρι γυρεύεις ; Όταν ζητάμε κάτι από φτωχότερό μας. Πιρίλι ήταν τ΄ αλεύρι που μαζευόταν στο γύρο του μύλου. Πίκριζε και γι΄ αυτό τόδιναν στα γουρούνια...
Πασχά έρdα 'εννας το 'βο, τσ' έρτσεσαι σε μεν τζαι κακαρίζεις
(1951)
Πάσχα = αλλού...
Σ' άλλη μεριά γεννας τ' αυγό, κι έρχεσαι σε μένα και κακαρίζεις...
Για τους φίλους που μας παινεύουν και μας λένε καλά λόγια, αλλά σε άλλους κάνουν την πραγματική εξυπηρέτηση...
Σ' άλλη μεριά γεννας τ' αυγό, κι έρχεσαι σε μένα και κακαρίζεις...
Για τους φίλους που μας παινεύουν και μας λένε καλά λόγια, αλλά σε άλλους κάνουν την πραγματική εξυπηρέτηση...
Το Γαλά 'ς τα πίσου τη μερά τα παίρνουνε
(1951)
Ερμηνεία: Το κάστρο από το πίσω μέρος το παίρνουν...
Πρέπει να φυλαγόμαστε κι από τους φίλους μας ή τους συγγενείς μας. (Ο κίνδυνος για ένα κάστρο που πολιορκείται, είναι η προδοσία ή οι πισώπορτες). Τόλεγαν και μ' άλλη έννοια: Για να πετύχουμε μια δουλειά, χρειαζόμαστε τέχνη και κατεργαριά...
Πρέπει να φυλαγόμαστε κι από τους φίλους μας ή τους συγγενείς μας. (Ο κίνδυνος για ένα κάστρο που πολιορκείται, είναι η προδοσία ή οι πισώπορτες). Τόλεγαν και μ' άλλη έννοια: Για να πετύχουμε μια δουλειά, χρειαζόμαστε τέχνη και κατεργαριά...
Ο κορνουκσούζης ποίτσε α υιός 'α νdα 'γαπήσει dέϊ έβgαλεν dα 'ρτσίδε του
(1951)
Κορνουκσούζης = ταμαχιάρης, λαίμαργος...
Για τους αμόρφωτους και πλεονέκτες, που και με την αγάπη τους μπορεί να κάμουν κακό...
Για τους αμόρφωτους και πλεονέκτες, που και με την αγάπη τους μπορεί να κάμουν κακό...
Η μα σου σαμού σε 'ένντσε φσογγάτοζ έφαε
(1951)
Η μάνα σου όταν σε γέννησε έφαγε σφογγάτο...
Οι Φαρασιώτισσες συνήθιζαν, όταν μια χωριανή τους γεννούσε ή ξελεχώνευε, να της πηγαίνουν λιχουδιές για δώρο. Της έφτιαναν σφογγάτο, που το πασπάλιζαν με ζάχαρη, της έφτιαναν και μουσταλευριά ή ριζόγαλο και της τα πήγαιναν. Η παροιμία θέλει να ειπεί...
Οι Φαρασιώτισσες συνήθιζαν, όταν μια χωριανή τους γεννούσε ή ξελεχώνευε, να της πηγαίνουν λιχουδιές για δώρο. Της έφτιαναν σφογγάτο, που το πασπάλιζαν με ζάχαρη, της έφτιαναν και μουσταλευριά ή ριζόγαλο και της τα πήγαιναν. Η παροιμία θέλει να ειπεί...
Να 'λλ' ένα, είπεν dι η θεία μου η Γουζάβη
(1951)
Να άλλος ένας, είπεν η θειά μου η Γουζάβη. Τόλεγαν στ' αστεία, όταν παρουσιαζόταν ένας σε μιά παρέα ή όταν πετιόταν κάποιος κι έλεγε μιά κουταμάρα. Η φράση έμεινε, λέει, από κάποια Γουζάβη, γυναίκα του Γουζού, πού όλο πετιόταν και μιλούσε. Παρόμοιο...
Γλείφει τα τάττε του ανdί 'ρκούδι, να βgεί σην άνοιξη
(1951)
Γλείφει τις πατούσες του σαν αρκούδα, για να βγεί στην άνοιξη...
Την παροιμία την έλεγαν για κείνους που με τα δικά τους φτωχά μέσα κοίταζαν να τα βολέψουν. Το ίδιο και για τα κοκκαλιάρικα ζώα, που σα νάτρωγαν από το σώμα τους, τα βγάζαν πέρα και δεν ψοφούσαν. Η αρκούδα το χειμώνα, όταν τη σφίξει η πείνα, γλείφει...
Την παροιμία την έλεγαν για κείνους που με τα δικά τους φτωχά μέσα κοίταζαν να τα βολέψουν. Το ίδιο και για τα κοκκαλιάρικα ζώα, που σα νάτρωγαν από το σώμα τους, τα βγάζαν πέρα και δεν ψοφούσαν. Η αρκούδα το χειμώνα, όταν τη σφίξει η πείνα, γλείφει...
Άν κάμη ΄ναίκα, σωστού να ράψει α ίταίρι τσαί α ιμάτι, ο Πάσκαζ ά να ΄ρτει τσαί α δεβεί
(1951)
Μιά κα΄κη γυναίκα, ώσπου να ράψει ένα σώβρακο κι ένα πουκάμισο, η Λαμπρή θε νάρθει και θα περάσει. Τόλεγαν και έτσι : Άν bασαρμάζ ΄υναίκα, σου να ράψει το ιταίρι τσαί το ιμάτι, εγώ Πάσκας μbαίνει τσαί βgαίνει. Λεβ. 7...
Του τζο 'αρούται το στανϊέρη φήνει το τοσάτσι τσαί σένει σήν bροστσέφα
(1951)
Ο άρρωστος που δε βλέπει γιατρειά, αφήνει το στρώμα και χέζει στο προσκέφαλο. 55. Όταν μια δουλειά δεν πάει καλά, βαριεστίζομε και την παρατάμε. Λεβ. 243...