Search
Now showing items 31-37 of 37
Ούλα τα πουλιά πααίνουν κι οι σκορδαλοί πομένουν
(1940)
Σκορδαλοί = οι γαλιάντρες. Το λένε τώρα το φθινόπωρο, που φεύγουν τα πουλιά. Μα τόχουμε και για παράδειγμα για τους παρακεντέδες (δηλ. Τους άχρηστους, χαραμοφάηδες)...
Άρμιγι τσι κούριβγι, χέζι κι διμάκιαζι
(1940)
Διμάκιαζι = δεμάτιαζε...
Άμα στείλη κανείς κάποιον κάπου και γυρίση άπρακτος...
Άμα στείλη κανείς κάποιον κάπου και γυρίση άπρακτος...
Αλιβροπαπούδες κι παπόγλυνες
(1940)
Δηλαδή, σάλια – μπάλια, σαχλαμάρες και τρέχα γύρευε...
Θα πάω να κάψω τη θάλασσα – Αμ κάϊτ' η θάλασσα; - Δε θα κάνη τσίζ;
(1940)
Ερμηνεία: Επί ανθρώπων που αρκούνται έστω και εις ελάχιστον αποτέλεσμα...
Νιός καρπός καινούργιο φως
(1940)
Η παροιμία προέκυψε από την συνήθειαν να σταυρώνουν με το νιό ψωμί τα μάτια τους και να λένε τη φράση. Ύστερα τη λένε γενικά για την αξία της νέας εσοδειάς...
Νάταν τα μάκια σ΄ μάκια μου
(1940)
Δηλαδή να είχα τη χάρη σου, ώστε εκεί που πας εσύ να πηγαίνω και γω...
Μάκια = μάτια...
Μάκια = μάτια...
Έν bαίρν'ς κγιάς, να σε φ'λώ τσαί να με φ'λάς μόνε παίρνεις ψάγια, να σε φτώ τσαι να με φτάς;
(1940)
Ψώνιζε μιανής ή γιάdρας όλο ψάρια...
Αυτή βαρέθηκε και τού πε το λόγο...
Αυτή βαρέθηκε και τού πε το λόγο...