Αναζήτηση
Αποτελέσματα 361-368 από 368
Αν καλοβόσκω χουμά πίνω κι αν κακοβόσκω χουμά πίνω
(1920)
Χουμάς, άλλως όρρος = το απομενόν μετά την πήξιν του γάλακτος εις τυρόν και μυζίθραν υδαρές γάλα...
Όπου φάει μπρός, λυπάται πίσω, κι' όπου μεθύσει βερεσέ, πλερώνει δυό φορές
(1920)
Δηλαδή, όποιος φάει βερεσέ μπροστά, λυπάται έπειτα, άμα περάση πιά εκείνη η μέρα να πλερώση, γιατί ύστερα πιά τού φαίνεται ότι τα δώνη τζάbα τά λεφτά καί τού φαίνουdενε ξυνά, όποιος δέ δέν πλερώση αμέσως τόν dαβερνάρη όταν γλεdά, τότες ο ταβερνιάρης...
Δε πάω 'γω να σκάσω για του πίσση τα κόλλυβα
(1920)
Πίσση = Πίσσης και πισσάς = μαυρισμένος ως την πίσσαν, κακός, άδικος, εγκληματίας...
Μιά σκουληκιαρά αίγα χαλά ούλο τό κουράδι
(1920)
Σκουληκιαρά = η έχουσα υπό τό δέρμα της καί εις τινά μέρη τού σώματός της σκώληκας (ους γεννά τό σώμα), Κουράδι = ποίμνιον, κοπάδι...
Δε θωρεί η στραβή αγελάδα των αλετρέν τση, μόνον θωρεί τσ' αλληνής
(1920)
Αλετρέ και αλετριά = του αρότρου το σχίσιμον της γης ή ολκός...
Όσοι κρατούσι τ' άρματα θαρρούν παιγνιώταις είναι; κι όσαις βαστούν τα πέταλα κι ανυφαντούδαις είναι;
(1920)
Παιγνιώτης : σκοπευτής, πέταλα εύτασθα = τα επί του εργαλειού, ένθα υφαίνουν, εξέχοντα και συρόμενα σανίδια, φέροντα σχήμα πετάλων. Ανυφαντούδας = υφάντριαι, αίτινες υφαίνουν...
Όσο πατείς την έχερη τ' αλέτρι χαμηλώνει κι' όσο γρινιάς τσ' αγάπης σου τόσω κοντά σιμώνει
(1920)
Έχερη= το τιμόνι του αρότρου, όπερ κρατεί ο οργώνων την γην και διευθύνων το άροτρον. Αλέτρι= άροτρον...