Αναζήτηση
Αποτελέσματα 361-370 από 372
Μας απαντά κι ο γάδαρος απ' το παχνί το μέσα
(1948)
Ερμηνεία: Για κείνους που παίρνουν τον λόγο απρόσκλητοι χωρίς να τους ανήκη και χωρίς να ξέρουν τίποτα για την υπόθεση...
Πολλοί άνθρωποι, πολλές γνώσες
(1948)
Ότι έκαστος των ανθρώπων έχει ιδίαν γνώμην περί της αυτής υποθέσεως
Που 'ν να παν οι αίγες του σσ' υλλομούρτατου! Εμείναμ μας ένdεκα μήνες τζ' αι κοσ' ιεννιά μέρες
(1948)
Που θα παν οι κατσίκες του σκυλλομουρτάρη! Μας μείνατε έντεκα μήνες κ' εικοσιεννιά μέρες, Ερμηνιά: Για κείνους που απ' την πρώτη μέρα π' αρχίζουν μια δουλειά την βαρειένται και λογαριάζουν διαρκώς πότε θα τελειώση...
Που 'σει κατάραν του παππου, πάει τον Μάν αρκάτης τζ' απου 'σ'ει του πρωτοπαππου πάει τομ Πρωτογιούνην
(1948)
Ερμηνεία: Οι κατάρες των γονιών εκπληρούνται σε σειρά γενεών κ' η παροιμία αυτή δείχνει τα βαριά επακόλουθα της κατάρας του παππου και προπάππου...
Όσον να θέλη ο Θεός δυνάται να βρέξη τζ'αί να μεν -ι- δρέψη
(1948)
Άμα να θέλη ο Θεός μπορεί να βρέξη και να μη μας θρέψη. Για την παντοδυναμία του Θεού. Η βροχή θεωρείται σαν μια καλή απόδειξη για μία καλή εσοδειά κι εν τούτοις άμα θέλη ο Θεός!...
Ο άρκοντας έφαν τζ' έβρασεν, τζ' ο φτωχός έφαν τζ' ερίασεν. Έφαγ' ο πλούσιος κ' εζεστάθη, έφαγε κι ο φτωχός κ' εκρύωσε
(1948)
Ερμηνεία: Θέλει να πη πως ο πλούσιος διαθέτει πολλά λεφτά για το φαί του, ώστε να ζεσταίνεται, ενώ ο φτωχός ο καημένος ψοφοπεινάει και κατ' ανάγκη κρυώνει...
Ξένα σέρκα σε 'νεπαύκουν, μα τηγ καρκιάσ σου καύκουν. Ξένα χέρια σ' αναπαύουν με την καρδιά σου καίνε
(1948)
Ερμηνεία: Λέγεται προ παντός για περιπτώσεις, που σ' ένα πλούσιο μένει σαν ψυχοπαίδι κάποιο ορφανό, είτε όταν βοηθήση κανείς τον άλλο οικονομικώς και με κάθε τρόπο τον καίγει...
Αγκρίστηκεν η καλή μου τζ' αι πα να τημ μερώσω, έναγ καθίζιγ κότσιρους να της παρασ' ονώσω.
(1948)
Μάλωσε η αγάπη μου, πάω να τη φιλέψω, ένα καζάνι κόπρονα να της τα μαγειρέψω. Αγγρίζομαι=μανίζω. Ερμηνεία: Για ένα πού κακοφανίστηκε μαζί μου χωρίς να τον αγαπώ και χωρίς να του δίνω σημασία...