Αναζήτηση
Αποτελέσματα 3541-3550 από 3573
Κάτιναν 'κι εθέλινε κι εκείνος ελέϊνανε: τ' άρματα μου που να βάλω
(1940)
Κάποιον δεν (τον) ηθέλανε (κάπου) κι εκείνος έλεγε: που να βάλω τ' άρματα μου;...
Για τους λεγόμενους πασοπρόσωπους, τους φορτικούς, τους ενοχλητικούς, που τους το δείχνει κανείς πως δε θέλει τη συντροφιά τους και τη σχέση τους κι αυτοί δεν παίρνουν είδηση ή δε θέλουν να το καταλάβουν...
Για τους λεγόμενους πασοπρόσωπους, τους φορτικούς, τους ενοχλητικούς, που τους το δείχνει κανείς πως δε θέλει τη συντροφιά τους και τη σχέση τους κι αυτοί δεν παίρνουν είδηση ή δε θέλουν να το καταλάβουν...
Ας πκιάση το τζεί να βάλει δα
(1940)
Ένας ενώ επροπλήρωσε μιαν οκάν σαπούνι, ηναγκάσθη να πληρώση εκ δευτέρου επειδή ο μπακάλης απήτει ισχυριζόμενος ότι δεν επληρώθη. Ο αγοραστής βαρέως φέρων την αδικίαν αυτήν όταν την επομένην ηγόρασε κάτι ισχυρίσθη ότι επροπλήρωσε, και εις...
Όσον να θέλη ο Θεός δυνάται να βρέξη τζ'αί να μεν -ι- δρέψη
(1948)
Άμα να θέλη ο Θεός μπορεί να βρέξη και να μη μας θρέψη. Για την παντοδυναμία του Θεού. Η βροχή θεωρείται σαν μια καλή απόδειξη για μία καλή εσοδειά κι εν τούτοις άμα θέλη ο Θεός!...
Βρεμένο έναι; - Όχι! - Λάλειε με!
(1943)
Μύθος: Έβγαλέ μια φορά ο βασιλιάς διαταγή, όποιος δε θέλει να δουλέψει, δεν έχει ψωμί από τεμπελιά του, να τον πουλούν σκλάβο. Πιάσαν ένα οι φύλακες και τον γύριζαν, τον διαλαλούσε ο τελάλης, να τον πουλήσουν. Μια γυναίκα, που τον λυπήιηκε λέει...
Λέγεται για πολύ τεμπέληδες...
Λέγεται για πολύ τεμπέληδες...
Κάτσι (κάθησαι) καλουιράκι μου 'ς του κελλί σου να 'χης τ' άσπρα σου κη την τιμή σου
(1941)
Ερμηνεία: Όστις δεν αρκείται εις τα εαυτού, αλλά πολυπραγμονεί, διατρέχει τον κίνδυνον να χάση και τα εαυτού...
Όποιος έσει δκυό αμμάδκια 'γοράζει σιτάριν, όποιος έσει έναν αμμάτιν, 'γοράζει αλεύριν, τζι όποιος εν τέλεια στράος, 'γοράζει που τομ μάντζιπαν
(1940)
Το υγιεινότερον ψωμί είναι το σιταρένιον το ''χωριάτικον''. Ο κουτός προτιμά το έτοιμον, ακριβόν και ακατάλληλον...
Δε με νοιάζ π πέθαν' ο άdραζι μ, μόνε τι τζγάπ θα δώκω το gοσμο
(1941)
Επί των εχώντων ν' απαντήσουν εις τους περιέργους φίλους των δια τας ζημίας τας οποίας έχουν υποστή και βαρυνομένων να διηγούνται τα παθήματά των...
Ο άρκοντας έφαν τζ' έβρασεν, τζ' ο φτωχός έφαν τζ' ερίασεν. Έφαγ' ο πλούσιος κ' εζεστάθη, έφαγε κι ο φτωχός κ' εκρύωσε
(1948)
Ερμηνεία: Θέλει να πη πως ο πλούσιος διαθέτει πολλά λεφτά για το φαί του, ώστε να ζεσταίνεται, ενώ ο φτωχός ο καημένος ψοφοπεινάει και κατ' ανάγκη κρυώνει...
Μια φορά ήμουν άγγελος τώρ' αγγελίζουν άλλοι στη βρύση πόπινα νερό τώρα πίνουν άλλοι. Τη βρύση πόπινα νερό, τώρα την πίνουν άλλοι.
(1941)
Επί των απολεσάντων την εύνοιαν της τύχης. Ακόμη λέγεται και όταν παρήλιξ βλέπει νέαν να την περιποιούνται, ενώ εις αυτήν δεν προσέχουν πλέον. Υπόκειται ο εξής μύθος. Ένα πολυχαηδεμένο παιδί αρφάνεψε, κι ο bαbας τ ξαναπαντρεύκε. Όσο το κανάκευε η...
Ξένα σέρκα σε 'νεπαύκουν, μα τηγ καρκιάσ σου καύκουν. Ξένα χέρια σ' αναπαύουν με την καρδιά σου καίνε
(1948)
Ερμηνεία: Λέγεται προ παντός για περιπτώσεις, που σ' ένα πλούσιο μένει σαν ψυχοπαίδι κάποιο ορφανό, είτε όταν βοηθήση κανείς τον άλλο οικονομικώς και με κάθε τρόπο τον καίγει...