Αναζήτηση
Αποτελέσματα 21-30 από 621
Εγώ στραβώνω και πουλώ, και συ βλέπε κι' αγόραζε
(1952)
Γφυσικό είναι ο έμπορος να παινεύη το κακό πράμα του ο αγοραστής ας προσέχη
Οπ΄ακλουθάει τον ευγενή, και διάφορ΄έχει και τιμή
(1952)
Δδιαφόρ΄= κέρδος
Άλλος σκοντάβει και γκρεμίζεται, κι΄ άλλος σκοντάβει και πλουταίνει
(1952)
Γιατί ο δεύτερος μπορεί να σκοντάψη πάνω σε θησαυρό
Βρέχει ο Θεός και βρέχομαι, χιονίζει και χιονίζομαι
(1952)
Ότι γίνεται είναι από το Θεό
Οσό ΄χαμε μιώβολα, “κουμπάρε” και “κουμπάρε”! Και τώρα που τα σώσαμε, “ξεκουμπαρού, κουμπάρε”!
(1952)
Μιώβολο = (αρχ. Ημιώβολον) μικρό νόμισμα της αγγλοκρατίας, το 1/4 της πένας, ξεκουμπαρού = φτιαστή λέξη, δηλαδή δε σε θέλω πια για κουμπάρο
Έμπα μέσα και πορέψου, και στη γειτονιά πομπέψου
(1952)
Πορεύομαι, οικονομιέμαι. Πομπεύομαι, ντροπιάζομαι. Αν βγης να ζητήσης κάτι στη γειτονιά, θα ντροπιαστής. Καλύτερα να περάσης όπως – όπως σπίτι σου. Υπάρχει κ' η εξήγηση: Πομπέψου, δείξου καλοντυμένος στη γειτονιά. Πυλ.
Ο Μάρτης πεντοδείλινος και πάλε δειλινάκης, πέντε φορές θα δειλινάς και πάλε, Γιάννη, θα πεινάς
(1952)
Ερμηνεία: Πεντοδειλινός που σ' αναγκάζει να δειλινάς (να τρως τ' απόγιομα) πέντε φορές, επειδή μεγαλώνει η μέρα κι' ο κόσμος δουλεύει στον κάμπο