Αναζήτηση
Αποτελέσματα 24431-24440 από 24461
Η μά σου, σου να 'εννάνκε σένα, να 'ένντσε α θάλι ήτουν gαό
(1951)
Η μάνα σου, αντίς να γεννούσε εσένα, θα 'ταν καλύτερο να γεννούσε μιά πέτραΣ
Το βράδυ λίχνισέ τα, την αυγή κοσκίνισέ τα
(1951)
Αποβραδίσ σηκωνόνταν πάντα αέρας κι ήταν η πιό κατάλληλη ώρα νά λιχνίσουνε στ' αλώνια τό σωρό το πρωΐ μέ τό φως, που δε φυσούσε, τον κοσκίνιζαν. Η παροιμία σημαίνει πως κάθε δουλεία θέλει την ώρα της
Του τζο ΄υρεύει να δώσει το καννάβι του, λέ τι : Έφκωσα ΄λεύρι πάνου
(1951)
Όποιος δε θέλει να δώσει το σκοινί του, λέει : Άπλωσα αλεύρι απάνου. Για τις ψεύτικες προαφάσεις. Μια φορά γυρέψανε του Ναρεντίν-χότζα το σκοινί του. Εκείνος δεν ήθελε να τους το δώσει κι είπε αυτό το ψέμα : Έφκωσα ΄λεύρι πάνου
Ες σην gούφα σ' α δϊέβος, σην τζοιλία σου ες 'κατό δεβόλοι!
(1951)
Έχεις στη σκούφια σου ένα διάβολο, μα στην κοιλιά σου έχεις εκατό διαβόλους!
Άλλα 'dά μάθια τζη Ιαλλούς κι' άλλα τζη κουκουβάιας κι' άλλα 'dου 'εροdόβουδου κι' άλλα 'ναι τσ' αελάδας
(1963)
Ιαλλούς = της Γιλλούς
Σο μον dο κατζί τιν τζο κρούς, σου γαιριδιού το κατζί τιν κρούς
(1951)
Στο δικό μου λόγο αυτί δε βάζεις, στου γαιδουριού το λόγο βάζεις
Γατϊέζω σε 'ς το θύρι, ερτσέσαι 'ς την gάπνη, γατϊέζω σε 'ς την gάπνη, έρτσεσαι 'ς το θύρι
(1951)
Σε διώχνω από την πόρτα, έρχεσαι από την καπνοδόχο, σε διώχνω από την καπνοδόχο, έρχεσαι από την πόρτα
Γώ σο γάμο σου μο το κόστσινο α φέρω 'ς το ποτάμι νερό
(1951)
Εγώ στο γάμο σου με το κόσκινο θα φέρω από το ποτάμι νερό
Έσει ο Θιός α θύρι να στσεπάσει, α θυρί να νοίξει
(1951)
Έχει ο Θεός μια πόρτα να κλείσει, μια πόρτα ν' ανοίξει
Που μένα τουν Αλή, σι σένα τουν Καραλή ου γάιδαρους που μ' έδουσις νε λαλεί νε πλαλεί, για τα σαρανταπέντι, για διαβόλους σι παίρνει
(1911)
Επί αγοραστού επιμένοντος να τω επιστραφώσι τα χρηματά του αγορασθέν αντικείμενον ουδεμίας αξίαν έχει