Αναζήτηση
Αποτελέσματα 24061-24070 από 24461
Κουτρούλια πάει στα λάχανα, κουτρούλια μαγειρεύει, κι' έχασε τη λεbίδα του κι πάει κι τ'νε γυρεύει
(1939)
Ειρωνικώς δι' όσους ανεκατεύοντο εις εργασία, που δεν ήσαν της ειδικότητός των...
Ελέγετο απλώς και όταν τα παιδιά έκοβαν τα μαλλιά των από την ρίζαν, διότι η λέξη κουτρούλια σημαίνει κουρεμένος ή άτριχος...
Ελέγετο απλώς και όταν τα παιδιά έκοβαν τα μαλλιά των από την ρίζαν, διότι η λέξη κουτρούλια σημαίνει κουρεμένος ή άτριχος...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπει
(1931)
Ο πεινασμένος 'ς τ' όνειρό του βλέπει κομμάτες ψωμιού...
Επί του διαρκώς έχοντος τι κατά νουν και φανταζομένου την απόκτησίν του, διότι το επιθυμεί...
Παραλλαγή: Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπ...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κερέτσα ελέπει (κόρες ψωμιού βλέπει)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' ορωμανατ κοτέρα ελέπ'...
Ο πεινασμένον 'ς σ' άρωμαν ατ' κοτέλα ελέπει (κοτέλα = κοτέρα)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όρωμαν 'ατ' καρβέλα ελέπ'...
Επί του διαρκώς έχοντος τι κατά νουν και φανταζομένου την απόκτησίν του, διότι το επιθυμεί...
Παραλλαγή: Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπ...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κερέτσα ελέπει (κόρες ψωμιού βλέπει)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' ορωμανατ κοτέρα ελέπ'...
Ο πεινασμένον 'ς σ' άρωμαν ατ' κοτέλα ελέπει (κοτέλα = κοτέρα)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όρωμαν 'ατ' καρβέλα ελέπ'...
Καλόν τυρίν 'ς σου σκύλλ' τ' αγγείον
(1929)
Καλό τυρί 'ς του σκύλλου το τουλούμι...
Ερμηνεία: Επί καλού πράγματος κακού κτήτορος ή επί πλουσίου και μορφωμένου ανθρώπου μη έχοντος ήθη χρηστά ή επί πράγματο καλού μεν, αλλά μη δυναμένου να χρησιμοποιηθή δια τινας λόγους...
Παραλλαγή: Καλόν τυρίν 'ς ση σκύλλ' τ' αγγείον...
Παραλλαγή: Καλόν τυρίν 'ς ση σκύλλ' τ' αγγείν...
Ερμηνεία: Επί καλού πράγματος κακού κτήτορος ή επί πλουσίου και μορφωμένου ανθρώπου μη έχοντος ήθη χρηστά ή επί πράγματο καλού μεν, αλλά μη δυναμένου να χρησιμοποιηθή δια τινας λόγους...
Παραλλαγή: Καλόν τυρίν 'ς ση σκύλλ' τ' αγγείον...
Παραλλαγή: Καλόν τυρίν 'ς ση σκύλλ' τ' αγγείν...
Μάη μήνα μη φυτέψεης, Μάη μη σταφανωθής, Πρώτη μέρα μη δουλέψης, Σάββατο μη στολισθής
(1956)
Σάββατο, μέρα των πεθαμένων δε στολίζουνταν...
Πρωτομαγι δε δούλευαν, κι όλο τον Μάϊο δε φύτευαν και δε στεφανώνονταν...
Πρωτομαγι δε δούλευαν, κι όλο τον Μάϊο δε φύτευαν και δε στεφανώνονταν...
Ισύ b' γιαλάς, αφένd' δισπότ' ισύ το εις του λιάρου του κ' τάβ' κι του παλιουτσάρ'χου
(1915)
Διδάσκει ότι πάντοτε ο γέλως παρέχει υπονοίας. Προήλθεν εκ διηγηματίου καθ' ο εκκεντρικός τις πτωχός απολέσα “του λιάρου του κ' τάβ' κι τα γ'ρουνουτσαρχα” και αναζητών αυτά μετά κλαυθμηριστριών ενεποίησεν εις τον Δεσπότην του τόπου γέλωτα, τον...
Τα πλούτ' αν παν' εις τα παιδιά, δε φτάνουν εις τ' αγγόνια
(1926)
Δηλούται διά τής παροιμιώδους αυτής φράσεως η αστασία τών επιγείων αγαθών, ως και αι οικονομικαι μεταπτώσεις, αίτινες πάντως θά συμβώσιν εν εκάστη οικογενεία, μή διατηρουμένου εν αυτή του πλούτου πέραν τής τρίτης γενεάς...
Του μήλο απ' κάτ' τη μ'λιά θα bέσ' κι' σα bάει κι' παρακείθε, πάλε απ' κάτ' το γύσκιο τς
(1939)
Τα παιδιά ομοιάζουν τους γονείς των. Και αν ακόμη θα έχουν διαφορά, αυταί δεν είναι δυνατον να είναι ουσιαστικαι...
Που 'σει κατάραν του παππου, πάει τον Μάν αρκάτης τζ' απου 'σ'ει του πρωτοπαππου πάει τομ Πρωτογιούνην
(1948)
Ερμηνεία: Οι κατάρες των γονιών εκπληρούνται σε σειρά γενεών κ' η παροιμία αυτή δείχνει τα βαριά επακόλουθα της κατάρας του παππου και προπάππου...
Βάστα bόζα, να πάρης προίκα
(1963)
Οι φράσεις αυτές ήτανε κάποτε μόδα. Είναι σαν πείραγμα. Π.χ. Να gανείς κακιωμένος μαζί σου να μη σου μιλή, λέει Βάστα bόζα. Και καλά, Δε με κόφτει, δεν με μέλει. Δε μασε μιλείς πάλι. Βάστα bόζα, να πάρης προίκα. Να gανείς κακιωμένος = να τύχη να...
Το ήμερο αρνί βυζάνει δυο μανάδες, το άγριο ουδέ τη δική του
(1926)
Περί του ότι οι ήπιοι χαρακτήρες δια τψν καλών τρόπων επιτυγχάνουσι περισσότερα ή οι τραχείς και απότομοι...