Αναζήτηση
Αποτελέσματα 191-200 από 202
Καθείς τον παύλον του παυλούδαρο τον έχει
(1920)
Πάυλος και παυλούδαρος = επιμήκης άρτος ή λεγόμενη σαϊτα...
Απού δε θέλει χτύπους 'ς το χαλκιδείο δε πάει
(1920)
Χαλκιδείο = κατάστημα ένθα κατεργάζονται τον χχαλκόν και ορείχαλκον, μπρουτζάδικο...
Λαγός κουδούνια 'φόρειε κι' αν τα 'φόρειε, ποιός τα θώρειε;
(1920)
Φόρειε = εφόρει, θώρειε = έβλεπε, παρετήρει
Αν καλοβόσκω χουμά πίνω κι αν κακοβόσκω χουμά πίνω
(1920)
Χουμάς, άλλως όρρος = το απομενόν μετά την πήξιν του γάλακτος εις τυρόν και μυζίθραν υδαρές γάλα...
Δε πάω 'γω να σκάσω για του πίσση τα κόλλυβα
(1920)
Πίσση = Πίσσης και πισσάς = μαυρισμένος ως την πίσσαν, κακός, άδικος, εγκληματίας...
Μιά σκουληκιαρά αίγα χαλά ούλο τό κουράδι
(1920)
Σκουληκιαρά = η έχουσα υπό τό δέρμα της καί εις τινά μέρη τού σώματός της σκώληκας (ους γεννά τό σώμα), Κουράδι = ποίμνιον, κοπάδι...
Δε θωρεί η στραβή αγελάδα των αλετρέν τση, μόνον θωρεί τσ' αλληνής
(1920)
Αλετρέ και αλετριά = του αρότρου το σχίσιμον της γης ή ολκός...
Όσοι κρατούσι τ' άρματα θαρρούν παιγνιώταις είναι; κι όσαις βαστούν τα πέταλα κι ανυφαντούδαις είναι;
(1920)
Παιγνιώτης : σκοπευτής, πέταλα εύτασθα = τα επί του εργαλειού, ένθα υφαίνουν, εξέχοντα και συρόμενα σανίδια, φέροντα σχήμα πετάλων. Ανυφαντούδας = υφάντριαι, αίτινες υφαίνουν...