• Ελληνικά
    • English
  • English 
    • Ελληνικά
    • English
  • Login
Search 
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Search

Show Advanced FiltersHide Advanced Filters

Filters

Use filters to refine the search results.

Now showing items 11-20 of 1376

  • Sort Options:
  • Relevance
  • Text Asc
  • Text Desc
  • Time Recorded Asc
  • Time Recorded Desc
  • Results Per Page:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Άντρα, ούλοι επήγαν και δε γυρίσανε και συ επήγες κ' εγύρισες και μου ήφερες και μιά λίτρα βαμπάκι 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Και του γέρου τα κανάκια ούλο πίκρας και φαρμάκια! Και του νηού η ματσουκιαίς, ούλο γέλοια και χαραίς 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Όποιος είναι ηναγκασμένος να περιπατή την νύκτα, μακράν των πόλεων ή των χωρίων πρέπει να λέγη το «Πάτερ ημών» και τότε δεν τον πλησιάζουν η Νεράϊδαις, καθώς και όταν ανάψη φωτιά (Σπίρτο ή τσιγάρο). Δια τούτο πολλοί στρατολάταις έχουν απάνου τους τσακμάκια (πυρόλιθον και ίσκαν) και τσακουμακίζουν όταν περνούν ύποπτα μέρη, δηλ. λαγκάδια, στενωσαίς, ρουμάνια (σύδενδρα μέρη), πλησίον σπηλαίων κ.τ.λ. Όποιος αναγκάζεται να περνάη συχνά την νύκτα από Σταυροδρόμια, πρέπει να φτιάνη μια ροκούλα με βαμπάκι και ναν την βάνη, εκεί που περνάνε η ανεράϊδαις, για ναν την πέρνουνε. Τότε δεν τους πειράζουν. Πιστεύεται ότι όταν κανείς πατήση σε τάβλα και σπάση η τάβλα και σπάση και το πόδι του, ότι επάτησε στο τραπέζι των Νεράϊδων που ‘τρώγανε. Η νεράϊδες κάνουν και μακρυνά ταξείδια και πηγαίνουν και ανταμόνουνται με άλλαις και γλεντάνε. Όταν κάνουν τα ταξείδια τους, προ πάντων το καλοκαίρι, σηκώνουν τον κουρνιαχτό ‘σά σύγνοφο, και όπου περάσουν κάνουν καταστροφή ιδίως εις τα σπαρτά και τα πρώϊμα αραποσίτια, και όποιον απαντήσουνε τον βαρούν. Μια φορά επερνάγανε από ένα αραποσιτο – αραποσιτοχώραφο και εκεί ήυρανε ένα παιδί που το φύλαγε και το εκουτσάνανε. Οι γοναίοι του παιδιού εκάμανε τα μύργια για ναν το γειάνουνε αλλά δεν εμπορέσανε με τους γιατρούς και για τούτο εκαταφύγανε στις μάγισσαις. Μια απ’ αυταίς της εσυμβούλεψε να πάνε να βάλουν το παιδί εκεί που έπαθε απάνου στο χρόνο και όταν ιδούν το σύγνοφο του κουρνιαχτού, που θα περνάνε η νεράϊδες να έχουν έτοιμη μια γαλατόπηττα και να ειπούνε: «Ελάτε, Κυράδες μου, να φάτε την πήττα που σας εφτιάσαμε και γειάνετε το παιδί μας, γιατί δεν έχουμ’ άλλο.» Έτσι κι όλας τα εκάμανε αυτά που τοις είπε η μάγισσα και όταν επέρασε το σύγνοφο του κουρνιαχτού και ακούσανε η νεράϊδες την παρακάλεσι των γονιών του παιδιού, έσκυψε μία και ετράβηξε από το πόδι του παιδιού μια αραποσιτοκαλαμιά που του είχανε βάλει εκεί η ανεράϊδαις όταν επρωτοπεράσανε από ‘κεί τον περασμένο χρόνο και αμέσως έγειανε το παιδί κ’ επήγε στο χωργιό περπατώντας. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Μια φορά ο θεός αποφάσισε να καταιβή στη γή για να ιδή τι γίνεται εδώ κάτου. Και κατά πρώτον επήγε στην Αγγλία και είδε ότι ενώ αλλοιώτικα τους Εγγλέζους, τους ηύρε αλλοιώτικους. Τους ηύρε να μη δουλεύουνε με τα χέργια τους και να περπατούνε με τα πόδια τους αλλά με μηχαναίς και να πηγαίνουν στης δουλειαίς τους με καρότσας και σιδεροδρόμους και δεν είδε πουθενά σαμαράδες. Ύστερα επήγε στη Γερμανία και στις άλλαις χώραις και απο 'κεί έφυγε δυσαρεστημένος, γιατί εκυρίεψε ουλούθε ο Σατανάς και τους έβαλε φύγουνε απ'του θεού τη στράτα και τους εκαταράστηκε να τρώγουνται μεταξύ τους. Στο τέλος επήγε και την Αρβανιτιά και τους ηύρε όπως τους πρωτόφτιασε, χωρίς μηχαναίς και μπιχλιμπίδια και ευχαριστήθηκε και τους ευλόγησε και τους είπε να μένουν όπως είναι κ'εκείνοι τον ακούσανε! 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1926)
Thumbnail

Μια φορά ένας Τούρκος επήγε σ’ ένα ζωγράφο και είδε που είχε ζωγραφισμένον ένα γέροντα Άγιον και δεξιά του και αριστερά του είχε τον άγιον Γεώργιον και Άγιον Δημήτριον καβελαραίους, και τον ερώτησε ποιος είναι αυτός ο γέρος. Ο Ζωγράφος του είπε πως είναι ο Άγιος Νικόλαος. Τότε τον ερώτησε ο Τούρκος, τι τον θέλεις αυτόν το γέρω;» - «Τον θέλω, του είπε ο ζωγράφος, να μου φυλαή το σπίτι μου». Ο Τούρκος του λέει : «Σαν είναι έτσι, φτιάσε μου κ’ εμένα έναν τέτοιον». – Ο ζωγράφος τον έφτιασε και τον ‘πήρε ο Τούρκος και τον έβαλε στο σπίτι του και εξένοιασε από κλέφταις. Του άναβε το καντήλι του τακτικά και του έλεγε να φυλάει το σπίτι. Μετά κάμποσο καιρό, επήγαν τη νύχτα κλέφταις στο σπίτι του και δεν τον άφησαν τίποτα. Άμα εξύπνησε ο Τούρκος και είδε το σπίτι του γδυμένο, λέει του Αγίου Νικολάου : «Πού είχες το νού σου, γέρω; Καλά ετούτοι οι δυό (ο άγιος Γεώργιος και ο άγιος Δημήτριος) είναι νέοικ’ επήγαν να συγυρίσουν τα αλογά τους, άμ’ εσύ τι έκαμες; Φρόντισε, του λέει, να μου εύρυς τα πράγματά μου, γιατί θα σε σκίσω με το τσεκούρι και θα σε κάψω» - Τη νύχτα σηκώνεται ο Άγιος και πηγαίνει και βρίσκει τους κλέφταις και τους λέει : «Να πάτε τα πράγματα του Τούρκου και ναν τα βάλετε στη θέσι τους, γιατί θα σας φανερώσω και θα σας κρεμάσουν. Πράγματι οι κλέφταις, από το φόβο τους, επήγαν τα πράγματα του Τούρκου και τα έβαλαν στη θέσι τους όπως ήσαντε τη νύχτα. Όταν εξύπνησε ο Τούρκος το πρωί και είδε τα πράγματα του όπως τα είχε βαλμένα και δεν του έλλειπε τίποτα, γυρίζει και λέει του Αγίου : «Αφερίμ, γέρω, τώρα θα σου ανάψω πάλιν το καντήλι σου, (διότι μετά την κλοπήν δεν το άναψε) και θα βαφτίστώ κ’ εγώ Χριστιανός, γιατί βλέπω ότι φυλάς καλά» και όντως εβαφτίστηκε ο Τούρκος. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Η γριά κυρούλα μας, (μάμμη), όταν μας εμάλωνε μικρά παιδιά που είμαστε, γιατί επερπατάγαμε τη νύχτα άφοβα, μας έλεγε ότι υπάρχουν στοιχειά και πρέπει να μαζωνόμαστε νωρίς στο σπίτι και για να μας βεβαιώση, μας εδιηγήθη ότι το μεγάλο παιδί της, το καλό, επότισε το χωράφι τη νύχτα και εκοιμήθηκε εκεί και τη νύχτα το βάρεσε το στοιχειό και ήρθε στο σπίτι με τρομερούς πόνους και σε τρείς ημέραις επέθανε, με ούλα τα ξόρκια που του κάμαμε. Άλλο. Εδώ εις τη μεγάλη Κουφάλα της Εκκλησίας, κοντά στο σπίτι μας, είναι ένας αράπης με μια μεγάλη τσιμούκα και κάθεται και φουμάρει και όποιον θέλει από τους διαβάταις τον τρώει. Άλλο : Στο λεύκο (βρύση) μια γρηά με μεγάλα δόντια ‘σά λανάργια (που ξένουν τα μαλλιά) και με μαλλιά ως τα πόδια της, ανεβαίνει στη βρύση και χτενίζεται από το βράδυ έως το πρωί και όποιον ιδεί τον τρώει. Όταν την ερωτήσαμε αν τρώνε, αλήθεια τα στοιχειά, ,μας είπε : < Άμ πως δεν τρώνε, μάλιστα εκείνο του Αι-Γιώργη, στην Καμάρα κ’εκείνο του Καμουτσαργιού (βρύση), ταχτικά ετρώγανε κ’επέρνανε τον Κουλουράκο, (χωρικόν αλαφροίσκιωτον που έβλεπε τα ξωτικά) αλά μπράτσο και επηγαίνανε συργιάνι και όποιον ηθέλανε τον εβαρύγανε, (τον έτρωγαν). Εμείς τα παιδιά απαντάγαμε πολλαίς φοραίς τον Κουλουράκο μοναχόν, χωρίς να βλέπουμε στοιχειά. Όταν κανένα από εμάς δεν εσκιαζότανε, επάταγε το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του Κουλουράκου και ήβλεπε τα στοιχειά κι από την τρεμούλα του τον ξεπάταγε. Άλλο :Ο γέρω Λάντας επήγε μια ημέρα στο διάσελο (Διάσκελον) για ξύλα και εκεί που τα έκοβε άκουσε εβαρύγανε η Νεράιδες ταβούλια κ’εκεί που αγκρομαζότανε, ήρθε ένας ανεμοστρούφουλας και τον άρπαξε και τον έρριξε κάτου από το βράχο και για τούτο τον βλέπεται που είναι Στραβοσάγωνος. Μια άλλη φορά το στοιχειό της Παναγίας (εκκλησίας του Λειβαρζίου)το στοιχειό της Κερέσοβας (γειτονικού χωρίου) και της Αγίας Τριάδος (διαλελυμένης γειτονικής μονής) ετσακωθήκανε κ’εβάλανε στοίχημα να πάνε να φέρουν ξύλα πολλά και ν’ανάψουνε μια μεγάλη φωτιά για να γείνη ένας μεγάλος Φούντουκλας, και να τον πηδήσανε και όποιος δεν τον πηδήση να σταθή ναν τον φάνε τα άλλα και έτσι το χωργιό του ποτές να μη μεγαλώση.Τούτο το παραδεχτήκανε και τα τρία. Το Λειβαρζινό στοιχειό της Παναγίας ήτανε το μικρότερο και επειδή δε θα μπόρηγε να πηδήση τη φωτιά, είπε στα άλλα : ‘’Καθένας μας να πάη χωριστά για ξύλα ‘’. Και αφού το παραδεχτήκανε τα άλλα, εκείνο αντίς να πάη για ξύλα, επήγε πηλάλα και ηύρε τον Κουλουράκο, το φίλο του και του λέει :’’Στη στιγμή να πάς στο σπίτι σου και να γιομίσης το ντουφέκι σου καλά με το ζερβί σου χέρι και με το ζερβί σου πόδι να ξεκινήσης να πάς να σκαλώσης στο δέντρο της Παναγιάς (όπερ υφίσταται και σήμερον) κ’ εκεί να φυλάς γιατί εγώ έβαλα στοίχημα με το Κερεσοβίτικο και με της Αγίας Τριάδας τα στοιχειά να πηδήσουμε ένα μεγάλον φούντουκλα και όποιος δεν τον πηδήση να στέκη ναν τον φάνε τα’άλλα και το χωργιό του να μη μεγαλώση απ’ότι είναι τώρα. Είπε δε του Κουλουράκου : ‘’Eγώ θα είμαι λιάρο σκυλί, της Αγίας Τριάδας μπαρδαλό μικρό βόιδι και το Κερασοβενό μεγάλο βόιδι, μισό άσπρο και μισό πράσινο, και όταν ιδής ότι εγώ δεν θαν τον πηδήσω το φούντουκλα, θα σημαδέψης το Κερεσοβινό με το ζερβί σου μάτι και θα τραβήξης το σκαντάλι με το ζερβί σου χέρι και θαν του ρίξης και θα σου ειπή εκείνο βάρει τ’άλλη! Κ’ εσύ θαν του ειπής : ‘’Μια φορά μ’εγέννησ’η μάννα μου και μια φορά βαρώ’’. Έτρεξε ο Κουλουράκος ο καυμένος και όπως του είπε έκαμε και εσκάλωσε στο δέντρο. Το Λειβαρζινό στοιχειό επήγε, εμάζωνε τα ξύλα και επήγανε κοντά στο δέντρο όπου ήτανε ο Κουλουράκος. Επήγανε και τα άλλα δύο με τα ξύλα και τα’ανάψανε ούλα κ’έγεινε ένας μεγάλος φούντουκλας κ’εκεί που ήσαντε έτοιμοι να πηδήσουν, λέει το Κερασοβινό στοιχιό ‘’Ανθρωπινό αίμα μυρίζει’’. Πηδάει πρώτο της Αγίας Τριάδας κ’επέρασε το φούντουκλα. Έτσι και το Κερεσοβινό. Τότες ήρθε η αράδα και του Λειβαρζινού και καθώς επήδησε, έπεσε μέσα στη φωτιά. Αμέσως το Κερεσοβινό στοιχιό έτρεξε ναν το φάη αλλά το Λειβαρζινό λέει του Κουλουράκου ‘’βάρει! Κομμός στα χέργια σου’’, και αμέσως ο Κουλουράκος του ρίχνει και το στοιχειό εποδοκυλιώτανε χάμου σα γαιδούρι και φωνάζει του Κουλουράκου : ‘’Ρίξε κ’άλλη’’ (Γιατί τότες θα εγιατρεύστανε από τη λαβωματιά και θα έτρωγε τον Κουλουράκο), αλλά εκείνος του αποκρίθηκε : ‘’Μια φορά μ’εγγένησε η μάννα μου και μια φορά βαρώ’’ (κατά που ήτανε διαταγμένος) κ’έτσι εψόφησε το Κερεσοβινό κ’εγλύτωσε το χωργιό μας, το Λειβάρζι και στην Κερέσοβα από τότες δεν εχτίστηκε ούτε ένα καινούργιο σπίτι και από όσαις φαμελιαίς ήσαντε δεν αυγατήσανε, γιατί ένας γεννιέται κ’ένας πεθαίνει. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1926)
Thumbnail

Ολίγο παρά κάτου απ’ τη Δίβρη υπάρχει ένα φυσικό γιοφύρι, τρία σχεδόν μέτρα πλατύ και περνάνε οι διαβάταις από το ένα μέρος στο άλλο. Ενώνει δυο βουνά. Το γιοφύρι λέγεται Διαβολογιόφυρο, γιατί κατά το μύθο το έφτιασε ο διάβολος με άλλους μαζί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Μια φορά κατά τα δωδεκαήμερα παρουσιάστηκε σ’ ένα μύλο ο διάβολος και ο μυλωνάς τον εκατάλαβε και τον εκαλόπιασε και του έγραψε με το ζερβί του χέρι έναν σταυρό στο μέτωπο και έτσι τον έκαμε να μείνη ‘σαν άνθρωπος. Ο μυλωνάς τον επήγε στο σπίτι του για να κάνη δουλειαίς και ό,τι τον εδιάταξε το έκανε αμέσως ως και της πλέον δύσκολαις δουλειαίς. Τον έβανε και έφτιανε αυλάκι στο πλέον δύσκολο μέρος, για να ποτίζη τα χωράφια του και κοντά στ’ άλλα έφτιασε και το διαβολογιόφυρο μαζύ και με άλλους διαβόλους. Η μυλωνού, για την ατυχία του μυλωνά, το μεγάλο Σάββατο για να καθαρίση τον υπηρέτη, έπιασε και τον έλουσε και έπλυνε και το σταυρό που είχε στο κούτελο και έτσι ο διάβολος έγινε πάλι διάβολος και όταν έφευγε έκλασε και είπε «Όπου η πορδή μου εκεί και ό,τι έφτιασα» και αμέσως εχαλάσανε τ’ αυλάκια και ό,τι άλλο είχε φτιασμένο και μόνον το γιοφύρι δεν εχάλασε, γιατί ο μυλωνάς είχε σκαλισμένον μ’ ένα μαυρομάνικο μαχαίρι απάνου σ’ ένα λιθάρι του γιοφυργιού ένα σταυρό. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Η ανεράΐδαις κατά την λαϊκήν πρόληψιν, είναι πνεύματα ή αερικά, τα οποία παρουσιάζονται ως γυναίκες και αναμιγνύονται εις πολλά γυναικεία έργα, ίδιως εις την υφαντικήν και την θροφήν των μεταξοσκωλήκων, την οποίαν παντοειδώς βλάπτουν, διότι κλέπτουν τα κουκούλια ή σκοτώνουν τους μεταξοσκώληκας και άλλας ζημίας προκαλούν, ιδίως όταν ούτοι αναιβαίνουν στο κλαρί για να φτιάσουν τα κουκκούλια τους. Κατά την Ανεράϊδων αι χωρικαί γυναίκες αίτινες ειδικώς θρέφουν, μεταχειρίζονται πολλά μέσα και ξόρκια και καλοπιάσματα και της ονομάζουν, Κυράδες, (τας Ευμενίδας των αρχαίων) και παραθέτουν εις τον τόπον της θροφής διάφορα δώρα, ως χρυσαφικά διάφορα (γυναικεία κοσμήματα), ωραία φορέματα, κοντογούνια, χρυσοκέντητα, φέσα με χρυσή φούντα κ.τ.λ. ως φύλακα δε κατασκευάζουν ομοίωμα γυναικός και το τοποθετούν εις το δωμάτιον της θροφής, ως φόβητρον, διότι πολλαίς νεράϊδαις κλέπτουν όλα τα κουκκούλια και τα μεταφέρουν εις τα σπήλαια εις τα οποία κατοικούν. Επίσης όταν πρόκειται να κλαρώσουν τα σκουλήκια, καταβαίνουν εις την παραλίαν και μ’ ένα αυγότσουφλο από μαύρη κόττα παίρνουν θάλασσα από σαράντα κύματα και το βάζουν σε μια μποτύλια και την κρεμάνε ύστερα μέσα στο μέρος όπου είναι η θροφή. Όταν θα πιάση το νερό της θάλασσας δεν πρέπει να μιλήση. Ο λαός τας αράχνας τας οποίας βλέπει εντός σπηλαίων ακατοικήτων, επί βράχων αποτόμων καλεί υφάσματα των Νεράϊδων, Νεραϊδογνέματα. Η Νεράϊδαις στήνουν χορούς και χορεύουν την νύκτα. Οσάκις δε πνέει σφοδρός άνεμος και βουΐζει και σουράνε τα κλαδιά των δένδρων, οι χωρικοί νομίζουν ότι ακούουν τα μουσικά όργανα των Ανεράϊδων που χορεύουν. Όποιος αλαφροΐσκιωτος, ως προείρηται, κατορθώση απάνου στο χόρο να αρπάξη το μαντήλι μιας Νεράϊδας, την κάνει δική του και την έχει υπηρέτριαν και σύζυγον. Εάν όμως κατορθώση αυτή ναν το κλέψη, γυρίζει πάλιν εις τα βράχα και γίνεται αερική. Ως και εν τοις πρόσθεν είρηται, φημίζεται ότι οι πρόγονοι των Μαυρομιχαλαίων ήσαν αλαφροΐσκιωτοι και ένας εξ΄αυτήν επήρε το μαντήλι μιας Νεράϊδας και την είχε του χεργιού του και έκαμε μετ’ αυτής και παιδιά ωραιότατα και δια τούτο οι Μαυρομιχαλαίοι είναι όλοι ωραίοι και ονομάζονται Νεραϊδογεννημένοι. Η Νεράϊδαις θεωρούνται υπό του λαού ως ωραιόταται και δια τούτο πάσα ωραία γυναίκα λέγεται Νεράϊδα. Η περί Νεράϊδων πρόληψης είναι παναρχαία, σύγχρονος σχεδόν των ανθρώπω και δια τούτο άπαντες οι αρχαίοι λαοί την πιστεύουν. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Τη γίδα την έφτιασ’ ο διάβολος και ούλα τα γίδια, αλλά δεν εμπόρεσε ναν τα κάμη να κάθουνται, γιατί δεν ελυγάγανε τα γόνατά τους και έτσι εστεκόσαντε πάντα ολόρθα κ’ εψοφάγανε. Όταν συναπαντήθηκε με το Χριστό του είπε ότι έφτιασε ένα ζώο αλλά δε μπορώ ναν το κάμω να κάτση χάμου και μου ψοφάει και του έδειξε τα γίδια. Τότες ο Χριστός έβγαλε τη βούλα του και εβούλωσε τα γίδια στα γόνατα των μπροστινών ποδιών και αμέσως εκαθίσανε. Για τούτο τα γίδια έχουνε στα μπροστινά πόδια από μία βούλα στο κάθε γόνατο, τη βούλα του Χριστού. Ότι η γίδα είναι πλάσμα του διαβόλου φαίνεται από τη φτιασή της διότι έχει κέρατα και γένεια, ενώ η προβατίνα δεν έχει δε βόσκει χάμου στη γη, όπως το πρόβατο, αλλά σκαλώνει στα κλαργιά και τρώει τα τρυφερά βλαστάργια και έτσι καταστρέφει τα δάση. Το χειρότερο απ’ ούλα είναι και ξετσίπωτη (εκ του τσίπα= αιδώς, αναιδής), διότι ενώ το πρόβατο και τα άλλα ζώα έχουν κρεμασμένη τη νουρά τους και σκεπάζουν (τα θηλυκά) τα κρύφια μέλη τους, η γίδα έχει σηκωμένη τη νουρά της και φαίνονται ούλα της. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Όταν ο Θεός έφτιασε τογ κόσμο, επήγε ο διάβολος και τον επαρακάλεσε ναν τον αφήση να φτιάση και αυτός ένα ζώον. Αφού έλαβε την άδεια, έφτιασε τηγ Καμήλα, ένα ζώο μεγαλείτερο από εκείνα πώφτιασ’ ο Θεός και τον επαρακάλεσε ναν τη ζωντανέψη γιατί ο διάβολος δεν είχε τέτοια δύναμι. Ο Θεός άμα την είδε, την εζωντάνεψε και της είπε: «Έλα και συ λιανοπόδαρη, αργοκίνητη, μακροκέφαλη, στραβολαίμα, καμπούρα». Και από τότες η Γκαμήλα περπατάει αργά, έχει στραβό λαιμό και είναι και καμπούρα. [Γκαμήλα= Ως και εν τοις πρόσθεν ειρήται, η Καμήλα έγεινε Γκαμήλα εκ της προσθήκης του ν. της αιτιατικής, τηγ Καμήλα, όπως δια τον αυτόν λόγον έγηνε το τουφέκι ντουφέκι, η Πιστόλα, μπιστόλα, η πουγάνα μπουγάνα, η ουρά νουρά κ.τ.λ. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
  • . . .
  • 138
  • »

Browse

All of the Digital RepositoryArchive & CollectionsPlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitlesThis ArchivePlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitles

My Account

Login

Discover

TypeΠαροιμίες (1326)Παραδόσεις (50)Collector
Κορύλλος, Χρήστος Π. (1376)
Place recorded
Αχαΐα, Πάτρα (1376)
Time recorded1920 - 1929 (25)1910 - 1919 (1351)
Contact Us | Send Feedback
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.