• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 11-20 από 374

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Για το Τούρονοβο μου ‘λεγε τα προάλλες ο Παπαμουστακλής πώς εδώ κι εξακόσια εφτακόσια χρόνια ήταν μεγάλο χωριό κι έφτανε ως το Τουρψί, οχπέρ από το ποτάμ’, πούηταν ετότες ένα μικρό λακκούς με λιγοστό νερό κι είχε μοναστήρ΄εκεί που είναι σήμερις η Παναγιοπούλα, μ’ ένα μεγάλο μετόχ’ στ’ς Πληκάδες. Σ’ αυτό το μοναστήρ’ ένας καλός καλόερος είχε κάν’ και σκολειό και πήγαιναν τα τσιούπιά και τα παιδιά και μάθαιναν γράμματα. Δεν ξέρω πως έν’ από τα μεγάλα τσιουπιά βρέθηκε γιομάτα κι έρριξαν το βάρος γι’ αυτό στον καλόερο κι άδκα τον κατηγόρ’σαν όλ’ οι χωριανοί και δίχως να καλαξετάσ’ν τον πήραν και τον κρέμασαν πέρ’ απ’ το ποτάμ΄ στο λόγγο και από τότες αυτόν τον τόπο τον λέν’ στο «Καλόερου». Καλά! μόν ο Καλόερος ήταν λαγαρός κι εκεί που τον πήγαιναν να τον κρεμάσ’ν τους είπε ότ’ άδικα θα τον σκοτώσ’ν μόν’ οι χωριανοί τίποτες. Τότες κι αυτός τους καταριάστ’ κι να μη μαλλιάσ’ το χωριό και ποτές να μη φτάν’ τα πενήντα σπίτια ως τα σαρανταεννιά μοναχά. Λίγον καιρό ύστερ’ από το σκοτωμό του Καλόερου κατάκατσ’ ο τόπος εκεί που ήταν το χωριό, ξεκόπ’κε το βουνό οχπάν’ από το Τουρψί και πετρώθ’κε όλο το χωριό και μοναχά ένα σπίτ΄γλύτωσε, αυτό που πιστήριζε τον Καλόερο κι ήλεγε ότ’ είναι λαγαρός, τ’ άλλα τα σπίτια, παραχώθ’καν κι ως τα σήμερα αυτόν τον τόπο τον λεν «στα Μνήματα». Ο Νοικοκύρ’ς που γλύτωσε ήρθε κι έχτ’σε σε σπίτ’ ψίχα ψ’λότερα π’ εκεί που είναι σήμερα το Τούρνοβο, παρακατίτσ’ απ’ την Παναγιοπούλα κι αυτόν τον τόπο τον λεν και σήμερις μέρα «Σημάδ’», γιατί απ’ όλο το χωριό ένα σπίτ’ μονάχα γλύτωσε, έτσ’ οι Τουρνοβίτες δεν έχ’ν φόβο μη τους πιάκ’ η κατάρα του Καλόερου, για την αδικία που τόρριξαν οι πάπποι τους. Ο Δημήτρ’ Σκαλιστής μου ‘λεγε πως οι Τουρναβίτες εδώ και διακόσια χρόνια με τη βοήθειά του Μπέη γκύλισαν και κατ’ άλλους καλόερους από το Παλιομονάστερο τς Βούρμπιανης που είναι καρσί στο Μεγαλάκκο και γι’ αυτό όλο και σιάζουντα μη τους πιάκ’ καμιά κατάρα ‘΄πο τα κρίματα πόκαναν στους καλόερους οι παπποί κι οι προσπάππ’ τους , γιατί γλέπουν και το διαλοπόταμο που τους γίνκε χαβαλές και κατάστρεψε παραπάν’ απ’ το μισό τον κάμπο, κι ολοένα τς φοβερίζ’ αυτός ο κακός γείτονας, γιατ’ αν κάν’ και γυρίση τσέδω κατ’ το χωριό, θα τους φάη όλα τα χωράφια που είναι σα στου λύκου το στόμα. Ο Θεός να τς φλάξ’, γιατί κάπου βρίσκει κένας Χρισταινός από τα γύρω χωριά κι αγοράζ’ από το Τούρνοβο ψίχα καλαμπόκ’ σε βαρυχειμωνιά ή σε μεγάλ’ ανάγκ’. 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Thumbnail

Κατά το μάγουλο και το μπάτσο 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
Όλα πρέπει να εκτελώνται με αναλογίαν και σχετικότητα και συμφώνως προ τας περιστάσεις, ν' αποφεύγεται δε η υπερβολή και επί έλαττον και επί μείζον...
Thumbnail

Κάθε πέρ'σι και καλύτερα, κάθε φέτο και χειρότερα 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
Ο άνθρωπος μεγαλοποιεί πάντοτε το παρελθόν
Thumbnail

Στη Πλάβαλ' και στον Ίσβορο και στό γιοφύρι πέρα 

Γόνιος, Α. (1879)
Thumbnail

-Γιατί το λέτε ‘’στο Κακό’’ εκείνον τον τόπον εκείγια πέρα σιμά στο Πριγιόν ; είπα μια βολά πρόπερσι, πούημουν στα μπάνια του Ιζβόρ’ στο μπανιώτ’ το Λάμπη, που κάποτες κάνει και το μπάτζιο στις στρούγγες στα χωριά. Και δεν ξέρ’ς μου λέει ο Λάμπης, γιατί το λέν ‘’στο Κακό’’ ;. –Άμ’ πούθε να ξέρω, του λέω, εγώ είμαι από ξένο χωριό και πρώτ’ φορά προχτές πέρασα ‘π’εκεί.. –Ά! Γίνκε μεγάλο κακό σ’αυτόν τον τόπο… θάφ’κε χωριό.. λέει ο Λάμπης, γιατί οπκάτ’ απ’το β’νό το Στρέγγλας, όπως τόχ’ ακουστά ‘πο τα γεροντ’ς ήταν ένα μικρό χωριό, ίσια με καμιά τριανταριά σπίτια, μόν’μια νύχτα κατάκατσ’ ο τόπος, ξεκόπ’κε το σκέμπ’ τς Στρέγγλας, όπως τόχ’ακουστά ‘πό τα γεροντ’ς ήταν ένα μικρό χωριό, ίσια με καμιά τριανταριά σπίτια, μόν’μια νύχτα κατάκατσ’ ο τόπος, ξεκόπ’κε το σκέμπ’τα Στρέγγλας γκυλίσκαν κοτρώνια πέτρες μεγάλες και πολλές και σέπασαν όλο το χωριό. Δεν είδες τα πεσμένες πέτρες που δείχν’ το χαλασμό και φον’κό που γίν’κε ;… Μοναχά τα ‘ρνίθια του χωριού αυτουνού στοίχειωσαν και τρών’τα στάρια και τα καλαμπόκια που ‘χαν στ’αμπάρια τους οι χωριανοί και πολλές βολές τα μεσάν’χτα βγαίν’ν και λαλούν και να ιδής τι φόβια πούειν η λαλιά τα. Τα’άκουσα με τα’αυτιά μ’τόσες βολές π’αράδιζα νύχτα για να μάσω το νερό στ’αυλάκ’… -Τα’άκ’σα κι εγώ γκουρμπάνια μ’, τα πετείνια π’λαλούσαν στο ‘’Κακό’’ μου λέει η Γιώταινα η κτρά, μια βδομηντάρα μπάμπω Ιζβορίτ’σα πόκανε κι αυτή μπάνια κι άκουσε τηγ κουβέντα μας. –Ήμουν μικρό τσιουπί, γκουρμπάνια μ’, και πηγαινάμαν νύχτα για ξύλα μ’άλλες γυναίκες κατ’τη λακκιά του Κώστα κι ότ’ζυγωσάμαν στο ‘’Κακό’’ σμά στο πετρένιο το Κόν’σμα, ‘κεί που πετρώθκε το χωριό και γίνκ’ο χαλασμός ακ’σάμαν τα πετείνια, που λαλούσαν έτσ’φόβια και σάμ πήγαμαν ψίχα σμώτερα είπαμαν τρείς βολές με το νού μας το ‘’Κύργι αλέησον’’ και τσώπασαν. Τ’άκ’σε κι ο Νάσιος ο Στυλιάρας κι ο Βασίλ’ς ο αυλακάς κι η Χούχαινα κι άλλ’ χωριανοί…μοναχά που δεν τάειδαμον, γιατ’άμα ζ’γωσ’ άνθρωπος καιπιώνονται σαν οι πειρασμοί… μακρυγια π’ εδώ… χώνουνται και κρύβονται, γκουρμπάνια μ’, μέσα στις ρούπες σαν οι δαιμονοπείραξες… Αί .. γκουρμπάνια μ’… 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
Thumbnail

Πέρα, εκεί που ο καταρράκτης απλώνεται και σχηματίζει μια λίμνη, είνε η εξωτικές, άλλες αυτές νεράϊδες, που κρύβονται μέσα στα βράχια και της σπηλιές του ερημότοπου. Ξωτικές λέγεται και η θέσις και Ξωνέρια τα νερά που στάζουν από της γύρω πηγές, έως να φθάσουν το ανήσυχο τρεχούμενο αυλάκι που κυλιέται αέναα επάνω από τα γυμνά λιθάρια στα βάθη της φάραγγος. 

Γεννιώτης, Κ. (1937)
Thumbnail

"Γιατί το λέτε στο Κακό εκείνον τον τόπον εκείγια πέρα σιμά στο Πριγιόν ;”, είπα μια βολά πρόπερσι, που ήμουν στα μπάνια του Ιζβόρ’ στο μπανιώτ’ το Λάμπη, που κάποτες κάνει και το μπάτζιο στις στρούγγες στα χωριά. “Και δεν ξέρ’ς”, μου λέει, ο Λάμπης, “γιατί το λέν’ στο Κακό; - Άμ πούθε να ξέρω”, του λέω, “εγώ είμαι από ξένο χωριό και πρώτ’ φορά προχτές ‘π’ εκεί… -Ά ! γίνκε μεγάλο κακό σ’αυτόν τον τόπο… θάφ’κε χωριό”, λέει ο Λάμπης, “γιατί οπκάτ’ απ’ το χωριό, ίσια με καμμιά τριανταριά σπίτια, μόν’ μια νύχτα κατάκατσ’ ο τόπος, ξεκόπ’κε το σκέμπ’ τ’ς Στρέγγλας γκυλίσαν κοτρώνια πέτρες μεγάλες και πολλές και σέπασαν όλο το χωριό. Δεν είδες τ’ς πεσμένες πέτρες που δείχν΄ν το χαλασμό και το φον’κό που γίν’κε; Μαναχά τα ‘ρνίθια του χωριού αυτουνού στοίχειωσαν και τρών’ τα στάρια και τα καλαμπόκια πούχαν στ’ αμπάρια τους οι χωριανοί και πολλές βολές τα μεσάν’χτα βγαίν’ν και λαλούν και να ιδής τι φόβια πούειν’ η λαλιά τ’ς! Τ’άκουσα με τα’αυτιά μ’ τόσες βολές π’αράδιζα νύχτα για να μάσω το νερό στ’αυλάκι”… - “Τ’ άκ’σα κι’ εγώ, γκουρμπάνια μ’, τα πετείνια π’λαλούσαν στο Κακό” μου λέει η Γιώταινα η κυρά, μια ‘βδομηντάρα μπάμπω Ιζβορίτ’σσα πόκανε κι’ αυτή μπάνια κι’ άκουσε τη γκουβέντα μας. “Ήμουν μικρό τσιουπί, γκουρμπάνια μ’, και πηγαινάμαν νύχτα για ξύλα μ’άλλες γ’ναίκες κα’ τη λακκιά του Κώστα κι’ ότ’ ζυγωσάμαν στο Κακό σ’μά στο πετρένιο το κόν’σμα, ‘κεί που πετρώθκε το χωριό και γίνκ΄ο χαλασμός, ακ’σάμαν τα πετείνια, που λαλούσαν έτσ’ φόβια και σάμ πήγαμαν ψίχα σ’μότερα είπαμαν τρείς βολές με το νού μας το Κύργι’ αλέησον και τσώπασαν! Τα’άκ’σε κι ο Νάσιος ο Στυλιάρας κι ο Βασίλ’ς ο αυλακάς κι η Χούγαινα κι άλλ’ χωριανοί…μοναχά που δεν τα είδαμαν, γιατ’ άμα ζ’γώσ’ άνθρωπος καιπιώνονται σαν οι πειρασμοί…μακρυγιαπεδώ… χώνουνται και κρύβουνται, γκουρμπάνια μ’, μέσα στις ρούπες σαν οι δαιμονοπείραξες… Αί ! γκουρμπάνια μ’…” 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
Thumbnail

Το Γλυκονέρ’ είν’ ένα νερό γλυφό που κατασταλάζ’ από ‘να σκέμπ’ κοντά στη Μπλίζγιαννη και πέφτ’ κόμπ’ς – κόμπ’ς, έτσι σα δάκρυ σε μια γούρνα ανάμεσα σε μια φοβερή λακκιά, κι ο κόσμος το παίρν’ για ιλιάτς και γιατρεύουνται πολλοί άρρωστοι, άμα πιούν κι άμα λουστούν μ’ αυτό το νερό κάνα δυό – τρεις βολές. Σ’μά σ’ αυτό το σκέμπ’ βγαίν’ν τη νύχτα τα μεσάν’χτα οι ξωτκιές, κατ’ νυφάδες όμορφες – όμορφες κι άσπρες με χρυσά μαλλιά, λουτσίζουντ’ εκεί στη γούρνα και π’ ύστερις παίζ’ν και χορεύ’ν’ και βαρνούν βιολιά και ντέφια π’ ακούγουντ’ ως πέρα στο Φετοκίτ’κο, κι άμα λαλήσ’ν τα ‘ρνίθια καϊπιώνουνται και τσωπαίν΄ν. Ο Γιώτ΄Νάτσ’ς μου λεγε κάποτες, πως αφ’ όντας και ζώθ’καν τα χωριά με παρακκλήσια και με κονίσματα – και θα είναι καμμιά εξηνταριά χρόνι’ από τότες – δεμ παραβγαίν’ν σαν πρώτα οι ξωτκιές. Μια νύχτα ο Γιώτ’ς με το Γιώρ’ τον Κληματά τ’ς έμπλαξαν τ΄ς οξωτκιές οπκάτ’ από το Γλυκονέρ’ εδώ και κείγιαγια, μόν’ καταλαχού λάλ’σαν τα πετείνια τ΄ς Μπλίζγιαννης εκείν’ τ΄ν ώρα και κρύφτ΄καν. Ο Κήτος Βλάχος από τη Βούρμπιανη, που ζάει ακόμα, μου μολογούσε πρόπερσι, πως όντας ήταν παιδί δεκάξ’ στα δεκαεφτά είχε το γρέκ’ στις Βριζαμιές κοντά στο Τρυπημένο τον Τόπο τ’ς Φετόκος, κι όπως κοιμούνταν τη νύχτα, λάχτ’σε, γιατί τα σλιά έτρωγαν κακά, σα σε άνθρωπο, σκώθ΄κε κι αυτός δίπλα στη φωτιά, ξύπνησε και τομ πατέρα του κι εκεί π’ αφηκράζουνταν ακούν απ’ οχπέρ’ από το Μπλιζγιαννίτ’κο βιολιά, ντέφια και φωνές γυναικήσιες χαρούμενες, έτσ’ σαν να χόρευαν ανθρώπ’. «Βήκαν πάλε οι νύφες», λέει ο πατέρας του, «για σ’ αυτές βάρεσαν τα σλιά, μόν’ ρίξ’ τους ένα ντουφέκ’ να τσωπάσ’ν, γιατ’ αλλοιώς δε θα μας αφήκ’ν να κοιμηθούμε». Έρριξε τότες ο Κήτος ένα ντουφέκ’ με μια σφήκα πούχε κι έτσ’ τσώπασαν. – «Και πιστεύ’ς, ωρέ Κήτο, τέτοια πράματα;» τον ρώτ’σα άμα μπίτ’σε τη γκουβέντα. – «Είναι να μη το πιστέψ’ς; τ΄ς άκουσα με τ’ αυτιά μ’. Θυμιούμαι καλά σαν το ψωμί πόφαγα εψές αχούσε το σκέμπ’ απ’ τ’ς φωνές κι απ’ τα χαρχαλίσματα. Γιατί; ΄Ενας και δυο έντεσε τη νύχτα ‘πο ξωτκιές; Ο Κώτσκος, ο Θώμος ο Κουφός, ο Κουρλός τ΄ς έμπλαξαν. Το Τσιελεγκούδ’ πάλε μάτα το γκύλισαν οι οξωτκιές μέρα μεσημέρ’ μέσ’ την Κοκκινόπετρα ρώτησέ το, ζάει δεμ πέθανε κι ο μακαρίτ’ς ο Χαρίσ’ Τζιομπάνος πού ήταν νυχτοπερβατ΄μένος μου λεγε, όντας ήμουν παιδί ρογιασμένο στο κοπάδ’ του, πως σε πολλούς τόπους σαν στη Μπαλαστάνα, στομ Πετρίτ’ τ’ς Πρυσόγιανν’ς, στ’ Αργιοβάν το Πληκαδίτ’κο, στη Τζιούμα το μπερδεύ΄έτσ’ από ξωτκιές. – Για πές μ’, ωρέ Κήτο, τι άλλο ξέρ’ς για το Γλυκονέρ’ τ΄ς Μπλίζγιαννης; Θέλω να τα γράψω σ’ ένα χαρτί έτσ’ να βρίσκουνται. – Στο Γλυκονέρ’ τ’ς Μπλίζγιαννης, δάσκαλε», μου λέει ο Κήτος «και σήμερις μέρα λέν πως βγαίν’ν οι νύφες αργιά και που κι αυτές είναι που παίρν’ν τ’ς αρρώστιες και γιατρεύονται όσοι πάν’ν και πίνουν νερό και λούζουνται. Κουβαλιούνται τόσ’ και τόσ’ αστενήδες στο Γλυκονέρ’ τ΄ς Μπλίζγιαννης, όσ’ έχ’ν χάλι και τους πιάνει κάθε χάσ’ του φεγγαριού, όσ’ είν’ αφαιρεμέν’ από μυαλά, όσ’ είναι μαγεμέν’, όσ’ είναι χτυπημένοι σαν από κατάρραγο κι άλλ’ κι άλλ’. Κι αν δεν παν οι ίδγιοι στέλ’ν και φέρν’ν νερό. Για η Μαρούσιω τ’ Καραμήτσ’, ο Ποτσιόλ’ς από το Κάντσκο, η Ρέσταινα ‘πό το Λούψκο, η Κωλέτσαινα, ο Χαρίτος, ο Λιας και πολλοί άλλ’ πήγαν δε ρωτάς τον Κώστα Μπλεθουκιώτ’ τον ασβεστά να σου πη καλύτερα;» Και στ’ αλήθεια, όπως μου λέγ’ ο Μλεθουκιώτ’ς και το βεβαίωνε κι ο Τόλ’ Ράπος, απ’ τα δώθε τα χωριά δεν παραπαν’ν και τόσο, μόν’ από τα πέρα. Καστάνιανη, Ζέρμα, Λούψκο, Μπορμποτσκό, Κάντσικο, κάθε τόσο ξεπέφτ’ν άρρωστοι στο Γλυκονέρ’. Κι όσοι πάν΄ν όλ’ αφίνουν ζαχαρ’κά, κουλλούρες μικρές και κούκλες σαν νυφάδες από λαντζιάδια κι όποτε να πάη κανένας θα ιδή τέτοια πράματα σκορπισμένα τσέδω – τσέκει στη λακκιά, και να ιδήτε τι φόβιος που φαίνετ’ ο τόπος απ’ αυτά τα παλιοτσιόλια: Εκεί κοντά οι Μπλιζγιαννίτες έφειακαν κ’ ένα κόνσμα κι όσοι πάν΄ν στο Γλυκονέρ’ όλοι ρίχνουν το κατά δύναμι κι από λίγες δραχμές για το λάδ’ που καίει στον καντηλ’ τ’ς Χάρ’ς. 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
Thumbnail

Βήκε η πομπή στο δρόμο και γελάει τον κόσμον όλο 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
Ο αξιοκατάκριτος και ο ένοχος δεν έχει το δικαιωμα να σατιρίζη και να κακολογή ανθρώπους ηθικούς και φρονίμους...
Thumbnail

Άγνεστα κι' αγύφαντα και στόμ πλακό απλωμένα 

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
Σκέπτονται πολύ επιπόλαια εκείνοι οι οποίοι θεωρούν τελειωμένην μίαν εργασίαν, ενώ αυτή ευρίσκεται εις την αρχήν και απαιτεί μόχθους και κόπους δια την αποπεράτωσιν της, όπως ακριβώς απαιτείται μεγάλη προεργασία και επεξεργασία των ερίων δια να...
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
  • . . .
  • 38
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαροιμίες (349)Παραδόσεις (25)ΣυλλογέαςΡεμπέλης, Χαράλαμπος (345)Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (25)Γεννιώτης, Κ. (3)Γόνιος, Α. (1)Τόπος καταγραφής
Ήπειρος, Κόνιτσα (374)
Χρόνος καταγραφής1950 - 1953 (290)1930 - 1939 (3)1920 - 1929 (80)1879 - 1879 (1)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.