Αναζήτηση
Αποτελέσματα 11-20 από 20
Διάβολος εν κι πιάσκεται ων ου συλλαμβάνεται είτε ουχ αλίσκεται
(1886)
Διάβολος=πονηρός...
Ερμηνεία: Γέρων αλώπηξ ουχ αλίσκεται πάγη...
Επί των διαχρόνων πλήθος εμπείρων και δυσάλωτον...
Σουίδ και “γέρων πίθηκος ουχ αλίσκεται πάγη αλίσκεται μεν μετά χρόνου δ' αλίσκεται”...
Ερμηνεία: Γέρων αλώπηξ ουχ αλίσκεται πάγη...
Επί των διαχρόνων πλήθος εμπείρων και δυσάλωτον...
Σουίδ και “γέρων πίθηκος ουχ αλίσκεται πάγη αλίσκεται μεν μετά χρόνου δ' αλίσκεται”...
Ίντσαν τρέχ σσην αρχοντίαν, συερά την εφτωχίαν
(1886)
Επί ανθρώπου ριψοκινδύνως αναλαμβανόντος επικερδή επιχείρησιν και κινδυνεύοντος ν' απολέση παν ό,τι έχει...
Εκόπαν τα σπόρα μ(ου)
(1883)
Άγονος εγενόμην...
Ερμηνεία: Επί καταλήξεως και τριμών...
Ερμηνεία: Επί καταλήξεως και τριμών...
Ο Θεός από πάν κι αποφκά ετρύπεσεν κ' εφήκε σε
(1886)
Ο Θεός άνωθεν και κάτωθεν τρυπήσας κατέλιπε σε. Επί των εν ουδενί επιτηδείων...
Όποιος εσέν κι' φοβ[γ]άται τον Θεόν πάλ κι΄ φοβ[γ]΄αται
(1886)
Όσε μη φοβούμενος ουδέ τον Θεό φοβείται...
Ερμηνεία προς κακίστους και πονητοράτους...
Ερμηνεία προς κακίστους και πονητοράτους...
Άμον παστρικόν μαντήλ'
(1886)
Ερμηνεία: Επί εκείνου, όστις πταίσας εις τι προσποιείται ότι ουδεν γνωρίζει και φέρεται ούτως, ώστε να φαίνεται αθώος...
Αλάλετον σκαμνίν κ εχ
(1886)
Επί την απροσκλήτης εκ γάμους ή άλλα συναναστροφάς παρουσιαζομένων και δια κόσμο μη τυγχανόντων περιποιήσεως...
Έναν τσουτσάκιν τήν άνοιξιν κί φέρει
(1886)
Ένας ανθός έαρ ού ποιεί. Ερμηνεία: “Μιά χελιδών έαρ ού ποιεί”. Έτι δέ ομοία καί ή “εις ανήρ ουδείς ανήρ”, καθ' όσον υφ' ενός ουδέν κατορθούται. Σουίδ. Ζηνίδ. 111, 51. Δ. Χρυσοπ. Β' σελ. 241, Σχολ. Αριστ. σελ. 42...
Εν καίρωσι γυαλάκα
(1888)
Ερμηνεία: Επί των εμπεσόντων ένεκα σκότους ή μέθης εις κοιλώματα και διαβραχέντων...
Σημείωση: Γυαλάκιν = κοίλωμα, ιδίως παραθαλλάσιον εξ ο εισέλθον μένει το ύδωρ...
Σημείωση: Γυαλάκιν = κοίλωμα, ιδίως παραθαλλάσιον εξ ο εισέλθον μένει το ύδωρ...
Ντο κ' εθέλενεν έτον
(1886)
Ερμηνεία: Ο κρής την θάλασσαν επί των προσποιουμένων φεύγειν εν οις διαφέρουσι ή γενικώρεον ων εφίενται ηφιλούσι