Αναζήτηση
Αποτελέσματα 11-20 από 30
Φυσά και πορπατεί
(1918)
Ερμηνεία: Επί του κομψευομένου, ο οποίος πορευόμενος οιονεί φυσά διά να απομακρύνη τον κονιορτον από τα ενδύματά του
Οσήμερον κ' έκλεψα και πουρνά να φοούμαι
(1918)
ΠΜ 83: Φογούμαι
Παιδί ας έχωμε και κώλον μ' έχ
(1918)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Ίντσαν θέλ' το καλό σ εφτάει σε και κλαίς
(1918)
Όποιος θέλει το καλό σου σε κάνει να κλαίς
Η 'κουλία με το κ' έ'χ κέρα πα'σκίντο πάντα εν κατσίκα;
(1918)
Πως δεν έχει η 'κουλία κέρατα μήπως πάντοτε είναι κατσίκα; 'Κουλία, αίξ άνευ κεράτων. Η λ. ομόρριζος του κολοβός, κολούω και του διαλεκτικού 'κουλίζω, αποκόπτω την κεφαλήν (κυρίως επί των ιχθύων), σημαίνει άρα αίγα οιονεί κεκολοβωμένην, διότι εν τη...
Η κοιλί' ατ' πολλά παίρ
(1918)
ΚΜ 75: Η κοιλιά του δέχεται πολλά|}|Ερμηνεία: Επί του πλεονέκτου και άρπαγος ή του ανεχομένου και υπομένοντος τας δυσκολίας του βίου...
Ζαρωτά κάθκα κι ορθά κρίσον
(1918)
ΠΜ 77: καθκά, Τραπεζ. ΑΠ 177: ίσα. Στραβά κάτσε και σωστά κρίνε. Προς τον σκοπίμως δι' ίδιον ή αλλότριον συμφέρον μη γνωμοδοτούντα δικαίως επί διαφοράς υφισταμένης μεταξύ αυτού και άλλου ή ετέρων δύο...
Ο κάλτς τον κάλ καραπέτ εκούυζεν
(1918)
Ο σκλεπέας τον σκλεπέαν καρκαπούτς λέει. Ο κασσίδης τον κασσίδη κασσιδιάρι εφώναζε, κούζω εκ του αρχαίου κοκκύζω, φωνάζω, λαλώ, προσκαλώ και επί του αλέκτορος φωνώ. Λάλτς αντί κάλης, περσ. ψωραλέος, φαλακρός, καρκαπέτ πιθανώς αρμεν., απέδωκα δε εις...