Αναζήτηση
Αποτελέσματα 131-140 από 1180
Εκαμένμ μ' ασσίμ μουδούριν
(1940)
Λέγεται και μεταφορικώς δι όσους τιμωρούνται ζωηρώς. Το μουδούριν είναι ασκός απίσσωτος. Όπως τούτο αν του βάλομεν νερόν φουσκώνει, έτσι και ο ξυλισθείς...
Ο κότσιρος τζ' η κοτσιρού επήαν ν' αρμαστούσιν
(1940)
Ερμηνεία: Επί συνεργασίας και αλληλοβοηθείας πτωχών και προστύχων...
Κουντζίζω μαειρέψετε. Στρώνω, παραγεμώστε, τζ' αδ δεφ φοάστε τοθ θεόν, μεάλην κούπαμ μου δώστε
(1940)
Δια τους ασθενείς που έχουσι μεγάλιν όρεξιν και τους φαγάδες και απαιτητικούς...
Κουντσίζω = Βογγώ...
Κουντσίζω = Βογγώ...
Εκουφάναν τα καρύδκια μας
(1940)
Ερμηνεία: Επί κοκοτυχίας και αδυναμίας...
Και μεταφορικώς...
Και μεταφορικώς...
Χτύπα τογ κώλοσ σου χαμαί, να βκάλη κουδαμέ
(1940)
Λέγεται επί παιδίων όταν πέσουν και χτυπήσουν αλλά και επί πεισμόνων...
Εγώ ψοφώ για το ζουμίν τζ' ο άντρας μου δανείζει
(1940)
Επί όσων δαπανούσι εις περιττά και δια ξένους και όχι δι' ό,τι απαραίτητον εις τον οίκον των...
Η καλή νοικοτζυρά που την αυλήν της φαίνεται
(1940)
Όταν διατηρείται καθαρά αποδεικνύει ότι και η νοικοκυρά είναι καλή και καθαρά...
Μεμ περιπαίξεις, να μεμ περιπαιχτής
(1940)
Ουδείς αναμάρτητος. Θα σφαλώμεν και εμείς κάποτε και θα γελώσιν εις βάρος μας...
Ναταν που να γίνονταν οι παπαδκιές φοράες, τζ' οι κόρες τους αρκόμουλες, τζ' εμείς αγοραστάες
(1940)
Ερμηνεία: Επί σκέψεως και προθέσεων παραλόγων και ανεπιτεύκτων...
Στου λωλού το στόμαν περισσεύκει το γέλοιον
(1940)
Η λέξις λωλός, ως τρελλός, δεν είναι εύχρηστος εν Κύπρω. Η λέξις λωλός, εις άγιον Θεόδωρον, Κοφίνου και αλλαχού σημαίνει βωβός. Ο κωφάλαλος ευρίσκεται εις ην και ο τρελλός θέσιν...