Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1341-1350 από 1363
Ες σην gούφα σ' α δϊέβος, σην τζοιλία σου ες 'κατό δεβόλοι!
(1951)
Έχεις στη σκούφια σου ένα διάβολο, μα στην κοιλιά σου έχεις εκατό διαβόλους!
Σο μον dο κατζί τιν τζο κρούς, σου γαιριδιού το κατζί τιν κρούς
(1951)
Στο δικό μου λόγο αυτί δε βάζεις, στου γαιδουριού το λόγο βάζεις
Γατϊέζω σε 'ς το θύρι, ερτσέσαι 'ς την gάπνη, γατϊέζω σε 'ς την gάπνη, έρτσεσαι 'ς το θύρι
(1951)
Σε διώχνω από την πόρτα, έρχεσαι από την καπνοδόχο, σε διώχνω από την καπνοδόχο, έρχεσαι από την πόρτα
Γώ σο γάμο σου μο το κόστσινο α φέρω 'ς το ποτάμι νερό
(1951)
Εγώ στο γάμο σου με το κόσκινο θα φέρω από το ποτάμι νερό
Έσει ο Θιός α θύρι να στσεπάσει, α θυρί να νοίξει
(1951)
Έχει ο Θεός μια πόρτα να κλείσει, μια πόρτα ν' ανοίξει
Α πομείν' το παχάρι, α πομείν' την άνοιξη, α πομείν' το μαθόπωρο το σειμώ που α υπάς; Α κωσ' πάλι σε μας α να ρτεις
(1951)
Ερμηνεία: Θα κάμεις υπομονή την άνοιξη, θα κάμεις το καλοκαίρι, θα υπομείνεις το φθινόπωρο, το χειμώνα που θα πας; θα γυρίσεις, θα γυρίσεις, πάλι σε μας θε νάρθεις
Τσάπου τζο ίνεται γαπούλι η ευσή σου, μη εξούσαι σον άνεμο
(1951)
Ερμηνεία: Όπου δε γίνεται δεχτή η προσευχή σου, μην προσεύχεσαι τ΄ανέμου (μάταια)
Το στσυλλί πήε σο παθινί, πνώνει νε ατσείνος τρώ' νε τ' αβγό 'φήνει να φά'
(1951)
Ερμηνεία: Το σκυλί πήγε στο παχνί, κοιμάται, ούτ' εκείνο τρώει ούτε το άλογο αφήνει να φάει
Σήν αγκώνα σου κορά, παννίν τζό δίτουν σε
(1951)
Κατά το δικό σου πήχυ, παννί δέ σου πουλούν. Δέ μπορεί ο καθένας να βρεί τα πράματαόπως αυτός τα θέλει. Οι πραματευτάδες μετρούσαν τα υφάσματα πάνω στον δικό τους πήχυ κι όχι στού κάθε πελάτη τους το χέρι. Λεβ. 128
Σάμ΄ ές ψωμί, τσίπ σαϊτιέν σε σαμού τζό΄ς ψωμί, κανείς τζο σαϊτιέ σε
(1951)
Όταν έχεις ψωμί, όλοι σε λογαριάζουν, όταν δεν έχεις ψωμί, κανείς δε σε λογαριάζει