Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1261-1268 από 1268
Δε πάω 'γω να σκάσω για του πίσση τα κόλλυβα
(1920)
Πίσση = Πίσσης και πισσάς = μαυρισμένος ως την πίσσαν, κακός, άδικος, εγκληματίας...
Μιά σκουληκιαρά αίγα χαλά ούλο τό κουράδι
(1920)
Σκουληκιαρά = η έχουσα υπό τό δέρμα της καί εις τινά μέρη τού σώματός της σκώληκας (ους γεννά τό σώμα), Κουράδι = ποίμνιον, κοπάδι...
Δε θωρεί η στραβή αγελάδα των αλετρέν τση, μόνον θωρεί τσ' αλληνής
(1920)
Αλετρέ και αλετριά = του αρότρου το σχίσιμον της γης ή ολκός...
Όσοι κρατούσι τ' άρματα θαρρούν παιγνιώταις είναι; κι όσαις βαστούν τα πέταλα κι ανυφαντούδαις είναι;
(1920)
Παιγνιώτης : σκοπευτής, πέταλα εύτασθα = τα επί του εργαλειού, ένθα υφαίνουν, εξέχοντα και συρόμενα σανίδια, φέροντα σχήμα πετάλων. Ανυφαντούδας = υφάντριαι, αίτινες υφαίνουν...
Όσο πατείς την έχερη τ' αλέτρι χαμηλώνει κι' όσο γρινιάς τσ' αγάπης σου τόσω κοντά σιμώνει
(1920)
Έχερη= το τιμόνι του αρότρου, όπερ κρατεί ο οργώνων την γην και διευθύνων το άροτρον. Αλέτρι= άροτρον...
Στσι 14 του Νοέμπρη, τ΄άγιου Φιλίππου φιλεί η Πηλιά το πέλαγος κι΄ο ζευγάς την έχερη κι΄ο βοσκός την βέργαν του
Γιατί ο ζευγάς έχει πια χορτάσει τη σπορά, λίγος καιρός κι΄το χειμώνα του μένει, ο δε βοσκός είναι υποχρεωμένος να φύγη τα οζάν τον από τα βουνά και να παή στη γιαλιά, στον κάμπο να ξεχειμωνιάσουν...