Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1071-1080 από 1142
Η πουτάνα η Ιαλλού τα δικά τζη λέει αλλού
(1963)
Η πουτάνα η Ιαλλού τα δικά τζη λέει αλλού ή λε' αλλού. Ιαλλού = η Γιλλώ...
Λέγεται από γυναίκα που υβρίζεται, σ' εκείνη που την υβρίζει, αντί άλλης απαντήσεως. Δηλαδή αυτά, που μου λες, τα έχεις εσύ. Π.χ. “Δυο χιλιάδες βολές μέπε bουτάνα και σκρόφα - Αμέ! ... η πουτάνα η Ιαλλού, λέει, τα δικά τζη λε' αλλού. Έτσα είναι”...
Λέγεται από γυναίκα που υβρίζεται, σ' εκείνη που την υβρίζει, αντί άλλης απαντήσεως. Δηλαδή αυτά, που μου λες, τα έχεις εσύ. Π.χ. “Δυο χιλιάδες βολές μέπε bουτάνα και σκρόφα - Αμέ! ... η πουτάνα η Ιαλλού, λέει, τα δικά τζη λε' αλλού. Έτσα είναι”...
Ο Θεός να σε φυλάη α του καλ' αθρώπου τη gακία
(1963)
Δηλαδή ο θυμός του καλού ανθρώπου είναι πολύ δυνατός, επειδή, λόγω της καλοσύνης του, θυμώνει σπανίως και μόνο σε δικαιολογημένες περιπτώσεις...
Ας με βαστά η μάνα μου, κι ας με βαστά κι άσκημα
(1963)
Δηλαδή η αγάπη του παιδιού προς τη μάνα είναι μεγάλη. Με κανέναν άλλο δεν αισθάνεται τόση ασφάλεια και τόση χαρά...
Ιάε 'δα 'κείνος, πούσφαζε dη νύχτα τσι εροdόβουδοι κι εδούλια dην ημέρα, τα δαμάλια
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος προσποιείται τον άπραγο, τον αγνό, το φοβιτσιάρη, ενώ είναι το αντίθετον...
1)= γέρικα βόδια, μεγάλα επομένως, 2)=φοβότανε...
νύχτα ραίνεται και δουλιά μες στα σούρουπα να πα' από 'πα (4) ως εκεί!” 3)=την πολύ τίμια, 4)=επά=εδώ...
1)= γέρικα βόδια, μεγάλα επομένως, 2)=φοβότανε...
νύχτα ραίνεται και δουλιά μες στα σούρουπα να πα' από 'πα (4) ως εκεί!” 3)=την πολύ τίμια, 4)=επά=εδώ...
Οι παλαι' ελέασι bως, α δε βροχή ή 'ης να πανίση, κρύο δε gανει
(1963)
Δηλαδή εφ όσον δεν έχει βρέχει, δεν κάνει κρύο, και αν ακόμη έχει μπεί ο χειμώνας...
Παλαι' = Παλαιοί...
Παλαι' = Παλαιοί...
Δεκάρα δεν έχει να βάλη το μάτι dου
(1930)
Τι ακριβώς θα πη δεν ξέρω. Λέγεται πολύ συχνά. Παριστάνει μεγάλη χρηματική ανέχεια. Ίσως εξηγείται πως δεν έχουνε να πληρώσουν μια δεκάρα να τους βγάλουν το μάτι. Ίσως είναι παρεφθαρμένο και θέλει να πη πως κι' αν πρόκειται να δώσω μια δεκάρα για να...
Το σουλάτσο σουλατσάρει, τ' ανεέλοι ανεελά
(1963)
Δηλαδή εκείνος, που είναι για κροϊδιά, κοροϊδεύει τους άλλους. Π.χ. “είdα 'χεις, κοκώνα μου, και 'ελάς; Σουλατσάρεις με; Το σουλάτσο, λέει, σουλατσάρει... Εσύ είσαι 'ιά σουλάτσο, μα 'ώ δεν έχω τίοτα...
Σουλάτσο=το κορόϊδο, σουλατσάρει=κοροϊδεύει, ανεελά=αναγέλοιο, το περίγελο, 'ελάς=αναγελά, περιγελά, σουλάτσο=κοροϊδία, τίοτα=τίποτα...
Σουλάτσο=το κορόϊδο, σουλατσάρει=κοροϊδεύει, ανεελά=αναγέλοιο, το περίγελο, 'ελάς=αναγελά, περιγελά, σουλάτσο=κοροϊδία, τίοτα=τίποτα...
Προφωνεύγω σε, φτωχέ, κι' α δεν έχης, αόρασε, κι' α δεν έχης ν' αοράσης, κλέψε, κι' α δεν είσ' άξος να κλέψης, ζήτηξε
(1963)
Δηλαδή την προ των Απόκρεω εβδομάδα, που λέγεται προφωνή εβδομάδα, πρέπει να φάη οπωσδήποτε κανείς κρέας...
”Σα dου Ευαgελισμού, πουναι ξεκομμένο να φάη κι' ο πιο φτωχός ψάρι 'ια την αγάπη dου Χριστου, ετσά πρέπει να φάη και τα Τετραδοπαράσκευγα τση προφωνής κρϊάς κι' όλες τσι μέρες τση προφωνής. Ιά 'φτό το λένε”...
”Σα dου Ευαgελισμού, πουναι ξεκομμένο να φάη κι' ο πιο φτωχός ψάρι 'ια την αγάπη dου Χριστου, ετσά πρέπει να φάη και τα Τετραδοπαράσκευγα τση προφωνής κρϊάς κι' όλες τσι μέρες τση προφωνής. Ιά 'φτό το λένε”...
Οι κάποιες κι οι καλλίτερες τη ρούα δεν επήρα gι εσύ με τη bαληόρασα τη ρούα θε να πάρης;
(1963)
Λέγεται όταν πρόσωπα κατωτέρας τάξεως προσπαθούν να επιδειχθούν και να υπερτερήσουν άλλων καλύτερών των...
Ρούα = ρούγα...
Βαλιορασά = φούστα από χοντρό μάλλινο ύφασμα, παλιά...
Ρούα = ρούγα...
Βαλιορασά = φούστα από χοντρό μάλλινο ύφασμα, παλιά...
Όποιος κοιμάται το πρωΐ στη gρεβατοπεζούλα, ετότες θένα τη σκεφτή την εδικιά dου 'ούλα
(1963)
Δηλαδή ο τεμπέλης στερείται πείνα...
Εδόθη και ως δελτίον ποικίλης ύλης...
Gρεβατοπεζούλα = πρόχειρο, πρωτόγονο κρεβάτι...
'Ούλα = γούλα...
Εδόθη και ως δελτίον ποικίλης ύλης...
Gρεβατοπεζούλα = πρόχειρο, πρωτόγονο κρεβάτι...
'Ούλα = γούλα...