Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-10 από 11
Ετζύλησεν το στούππωμαν τζι ευρήκεν το λαβέζιν
(1956)
Όμοιος ομοίω αει πελάζει...
Ν. Γ. Κυριαζής, Κυπρ. Παροιμ., σελ. 103, λήμμα βρίσκω, αρ. 4...
Ν. Γ. Κυριαζής, Κυπρ. Παροιμ., σελ. 103, λήμμα βρίσκω, αρ. 4...
Απου θέλει τα πολλά χάνει τζιαι τα λλία
(1956)
Λλία = ολίγα...
Παρά δέκα και καρτέρει, κάλλιον πέντε και στο χέρι...
Παρά δέκα και καρτέρει, κάλλιον πέντε και στο χέρι...
Οκνιάρης γάδαρος εις το ανήφορο κλάνει
(1956)
Το οκνηρό γαιδούρι εις τον ανήφορο πορδίζει. Εν προκειμένω λέγεται δια τους ανθρώπους που βαρυούνται να κάμουν μιαν δουλειάν και το ρίχνουν εις την κουβέντα, το καλαμπούρι ή το τραγούδι για να περάση η ώρα και ν' αποφύγουν αυτήν...
Τον λαόν πιάνουν τον με τ' αμάξιν
(1956)
Λαός = ο άγριος λαγωός του βουνού, αμάξι = το κάρρο...
Ουδέποτε πρέπει να κάμνωμεν βεβιασμένας ενεργείας. Πρέπει να ενεργούμεν σιγά, αλλ' ασφαλώς. Διότι και ο λαγωός τρέχει, αλλά ως επί το πλείστον εμπίπτει εις τας παγίδας των κυνηγών...
Ουδέποτε πρέπει να κάμνωμεν βεβιασμένας ενεργείας. Πρέπει να ενεργούμεν σιγά, αλλ' ασφαλώς. Διότι και ο λαγωός τρέχει, αλλά ως επί το πλείστον εμπίπτει εις τας παγίδας των κυνηγών...
Οκνιάρης γάδαρος εν πάντα βαριγομαρκάρης
(1956)
Το οκνηρό γαιδούρι είναι πάντοτε βαριφορτωμένο. Εν προκειμένω ισχύει και δια τους ανθρώπους...
Οκνιάρης = ονκηρός, βαριγομαρκάρης = βαρυφορτωμένος...
Οκνιάρης = ονκηρός, βαριγομαρκάρης = βαρυφορτωμένος...
Τζιαι πόSHιει πολλούς πετεινούς αρκεί να ξημερώση
(1956)
Τζιεί = εκεί, πόSHιει = που έχει...
Καθένας ενεργεί και πράττει όπως ο ίδιος νομίζει καλύτερα...
Σημείωση: σελ. 325 λήμμα πετεινούς αρ. 1...
Καθένας ενεργεί και πράττει όπως ο ίδιος νομίζει καλύτερα...
Σημείωση: σελ. 325 λήμμα πετεινούς αρ. 1...
Άμα εν σε βοηθά ο τζιαιρός, κούνια τον
(1956)
Εφ' όσον τα πράγματα συνεχώς σου έρχονται ανάποδα, τότε δύνασαι να πράξης αντίθετα προς οτι η λογική και το συμφέρον σου προστάττουν. Κούνια = σπρώξε, το α' ενικ. Κάνει κουνιώ...
Αδκιασερός παπάς θάφκει τζιαι τους ζωντανούς
(1956)
Ερμηνεία: Ο άνθρωπος που δεν έχει τίποτε να κάμη πάντοτε ευρίσκει κάτι να απασχοληθή και να περάση την ώραν του. Αδκιασερός= άνεργος, χωρίς απασχόλησιν, θάφκει= θάβει, κηδεύει. Σημείωση: Ν. Γ. Κ (υριαζή), Κυπρ. Παροιμ., σελ. 16, υπ' αριθμόν 1, λήμμα...
Όποιος παπάς λουτουρκά σε δκυό εκκλησίες της μιας γελά της
(1956)
Το αυτό ως και το προηγούμενον, δηλ. Το της Γραφής “Ουδής δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν” Λουτουρκα = λειτουργώ, δκυό = δυό, γελά = ξεγελώ, αδικώ...
Από εν έξω του χορού ξέρει πολλά τραούδκια
(1956)
τραούδκια= τραγούδια, Ερμηνεία: Τότε μόνον αντιλαμβάνεται τις την σοβαρότητα εγχειρήματος τινος και τας δυσκολίας, που παρουσιάζει, όταν αναλάβη ο ίδιος να το φέρη εις πέρας...