Αναζήτηση
Αποτελέσματα 11-20 από 3544
Η γριά δεν είχε δλειά κι αγόρασι γρούν'
(1923)
Λέγεται δια το πολυάσχολον της περιποιήσεως χαίρον.
Όποιους θέλ' να μην αηκούσ' τα βαρδάρια στου μύλου δεν πααίν'
(1902)
Βαρδάρι = το από το πανωμύλο συγκρατούμενον ξύλον και ας την μυλόπετραν ακομβήι, ίνα ες της κινήσεως εκείνης εις τρομώδη κίνησιν ηθέμενον κινή το πανωμύλι και αναγκάζη το άλεσμα μικρόν και κάτ' ολίγον να πίθει εις την οπή ...
Όποιους δε θέλ' να ηκούσ' τα βαρδάρια στου μύλου δεν πάει
(1902)
Βαρδάρι = το από το πανωμύλο συγκρατούμενον ξύλον και ας την μυλόπετραν ακομβήι, ίνα ες της κινήσεως εκείνης εις τρομώδη κίνησιν ηθέμενον κινή το πανωμύλι και αναγκάζη το άλεσμα μικρόν και κάτ' ολίγον να πίθει εις την οπή ...
Να ιδή η στραβή τ' αρνί τς
(1922)
Ερμηνεία: Να γνωρίση ευγνωμοσύνη
Κομ' είσαι μο του κού σου το χαπάχι
(1951)
Ακόμα είσαι με του κώλου σου το καπάκι. Είσαι μικρός ακόμα. Σαν να έχει σκέπασμα ο κώλος σου, προτού λειτουργήσει φυσιολογικά
Σ' Τσερετσής όϋπνος σως το μισημέρι βgαίνει
(1951)
Της Κυριακής ο ύπνος τ' όνειρο ως το μεσημέρι ξεδιαλύνει
Το κάμι η 'ναίκα καμναίνει την Τζερετσή
(1951)
Η κακιά γυναίκα δουλεύει την Κυριακή. Η κακή, η απρόκοφτη νοικοκυρά δουλεύει την Κυριακή, την ημέρα δηλαδή που είναι αμαρτία να δουλέψεις
Βίνεψεν gως
(1951)
Πέταξε κώλο. Έγινε αδιάντροπος, πήρε τον κατήφορο, έπεσε στη διαφθορά
Σου κου το κατζί 'τιν gρούς;
(1951)
Στου κώλου το λόγο βάνεις αυτί; Όταν κανείς δίνει σημασία σε λόγια ή σε βρισιές από πρόστυχους
Λέ τι δανdάρε τζό 'χω, χωρίζει μό τα ξεράδε τσαί τρώ' τα
(1951)
Λέει, δόντια δεν έχω, χωρίζει όμως τα ξερά και τα τρώει. Για κείνους που καμώνονται τον ανήμπορο, καταφέρνουν όμως μιά χαρά αυτό πού θέλουν. Πόντ. Δ.Π. 85: Δόντα 'κ' έχ' άμα κερέτζα μασά...