• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 71-76 από 76

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Πρίν γίνη η κάργα, ήτανε άνθρωπος.Ήτανε μια κακιά αδερφή, που ζήλευε την αδερφή της. Ο θεός την ετιμώρησε και την έκανε μαύρο πουλί. 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1938)
Thumbnail

Σε μια εξοχική τοποθεσία κοντά στο μοναστήρι Μπατσίκοβο της Παναγίας κοντά στη Στενήμαχο, ήταν ένας βράχος. Εκεί έφευγε συχνά το κόνισμα της Παναγίας, χανόταν απ' το μοναστήρι κι εκεί τόβρισκαν. Άφησε εκεί και τ' αποτύπωμα του, από το βράχο τώρα βγαίνει άγιασμα. Οι Στενημαχιώτες κάνουν εκεί κάθε της Μεσοπεντηκοστής λιτανεία. 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1938)
Thumbnail

Μια φορά κάποιος κλάδευε και δεν ήξερε. Πήγε ένας άλλος να του δείξη. Εκεί που του δειχνε τούκοψε κατα λάθος τη μύτη. Εκεί κοντά βρισκόταν ο άγιος Τρύφωνας, που ήταν ακόμα άνθρωπος κι' έβοσκε χήνες. Έτρεξε και έκαμε το θαύμα του. Εκόλησε τη μύτη του κλαδευτή και τον έκανε καλά. Από τότε, αν δεν γιορτάσουν τον Άη Τρύφωνα (1 Φεβρ.) δεν κλαδεύουν. 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1938)
Thumbnail

Οι αμαρτωλοί όταν πεθαίνουν, γίνονται Βρυκόλακες. Μεταμορφώνομαι σιγά-σιγά, ως εξής. Ο ετοιμοθάνατος μουγγρίζει. Ύστερα τετραποδίγει (γίνεται γάτα, ποντικός)ορμά έξω από το σπίτι και επι σαράντα νύκτες γυρίζει από σπίτι σε σπίτι ζητώντας να το ανοίξουν. Ύστερα ‘’παίρνει τα βουνά σα θηρίο’’. Ο Βρυκόλακας είναι ένα τέρας που πίνει ανθρώπινο αίμα, που καταστρέφει τα σκεύη του σπιτιού. Μοιάζει, με κουνούπι γεμάτο αίμα. Έχει δυο πελώρια μάτια που λάμπουν στο σκοτάδι, σαν αναμμένα κάρβουνα. Τα περισσότερα βρυκολακιάσματα γίνονται όταν ξεθάβεται το πτώμα, χωρίς νάχη αποσυντεθή. Για να προλάβουν σε τέτοιες περιπτώσεις το βρυκολάκιασμα οι συγγενείς, ζεματίζουν το σώμα με λάδι βραστό και τρυπούν τον αφαλό με βελόνα. Ραντίζουν τον τάφο ύστερα με κεχρί, ώστε, αν ξαναβγή ο βρυκόλακας να βρή το κεχρί, που του αρέσει και να περάση έτσι τη νύχτα του, ώσπου να ξημερώση (να λαλήση ο πετεινός), οπότε ξαναμπαίνει στον τάφο. Άλλη περίπτωση βρυκολακιάσματος των πεθαμένων είναι, αν πηδήση γάτα επάνω στο πτώμα του προ της κηδείας, εκεί που είναι εκτεθειμένος. Γι αυτό πολύ προσέχουν τις γάτες όταν συντροφεύουν τους νεκρούς. Μα αν, παρ’άλ’αυτά, πηδήση η γάτα, τότε προλαβαίνουν το βρυκολάκιασμα διαπερνπώντα τη γάτα με δυο σακκοράφες. (τα έθιμα αυτά τάχουν κι οι Σέρβοι κι οι Βούλγαροι) 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1938)
Thumbnail

Μια φρουρά, μια γ’ναίκα κάδαν κι λανάρ’ζι τα δουδικαήμερα. Κεί που λανάρ’ζι,άφ’κε τα λανάρια τα’ς κι πάει να κ’τουρήσ’ μι συμπάθιου Έρ’ντ’ οι Καλλ’κατζάρ’ κι παίρν’ν τα’απουπάν’τσυ λανάρ’ κι τα’ν αφίν’ μι τα’απουκάτ’. Αυτή ν’έρχιτι, χ’ταζ, λανάρ’ δεν έχ’-Ά, λέει, οι καλ’κατζάρ’ μι του πήρανη –μα στέκα κι ιγώ να διής, του πέρνου ή δεν; Ήταν πουλύ πουνηριά-Του βράδ’άμα πήρ’ να βραδυάζ’ τσακών’ κι ξ’πλέκ τα μαλλιά τα’ς τα ρίχν’ λ’ουρα-λόυρα κι παίρν’ τα’ στρ’ατα Πααίν κι βρίσκ’ τα’ καλλ’κατζαροί που χιόρηναν. Τσακώνιτι κι αυτή στου χουρό-για τι αυτ’νοι δεν τν αγνώρ’σαν, θάρρησαν πως ήταν καλ’κατζαρίνα. Αρχ’νίζει να τραγ’δή κι ήλιγε: ΄΄Που ‘ν τως Βάιας του λανάρ’ (γιατί τα’ν έλεγαν Βάια)Οι Καλ’λατζαροι πάλι έλεγαν ‘’Απού πίσ’ απ’ του πουρνάρ’’ Ώσπου λάλ’σαν τα’αρνίθια κι ήβγαν οι καλ’κατζάρ’. Πήγε αυτηνά κι του πήρε του λανάρ’ τ’ς. (κάδαν=καθόταν, λανάρ’ζι=ελινάριζε, κ’τουρήσ’=κατουρήση, έρ’ντ’=έρχονται, χ’τάζ= κοιτάζει, πέρνου= παίρνω, λόυρα-λόυρα= ολόγυρα, χιόρηναν=χόρευαν, τσακώνιτι=πιάνεται) 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1938)
Thumbnail

Στο Κιλκίς, επειδή έγιναν πόλεμοι κι’ άλλαξαν οι κάτοικοι, δημιουργήθηκαν πολλοί θρύλοι για θησαυρούς κρυμμένους. Ένας απ’αυτούς – με αρκετές παραλλαγές είναι για κάποιον Τούρκο, που είχε κάπου φυλαγμένα λεφτά κι’ ήρθε μια νύχτα και τα πήρε. ΄΄Δούλευαν, λέει, οι Κιλκισιώτες στο Μύλο κοντά κι’ ήρθε αυτός ο Τούρκος και τους φώναξε πως έπιασαν φωτιά τα σπίτια τους. – Τρέξανε κείνος κι’ ευρήκε καιρό και μάζεψε τους θησαυρούς του κι’ έφυγε. Ένας άλλος βρήκε τυχαία ξένους θησαυρούς και πλούτισε. Μα του ρίχτηκαν από κοντά όσοι τύμαθαν, τους μοίρασε όσα είχε, φτώχηνε κι’ ετρελλάθηκε γι’ αυτό. 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1938)
  • «
  • 1
  • . . .
  • 5
  • 6
  • 7
  • 8

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαροιμίες (67)Παραδόσεις (9)Συλλογέας
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (76)
Τόπος καταγραφήςΝάουσα, Στενήμαχος (70)Κιλκίς (4)Καύκασος (1)Κιλκίς, Στενήμαχος (1)Χρόνος καταγραφής
1938 (76)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.