Search
Now showing items 701-707 of 707
Τα δύο σαμανικά σ' α μασκάλη τζο χωρούνε
(1951)
Τα δυό χειμωνικά( καρπούζια) σε μια μασχάλη δε χωράνε
Σ' αν bαπούτσι δυό ποράδε τζο χωρούνε
(1951)
Σ' ένα παπούτσι δυό ποδάρια δε χωρούνε
Τάνιν τζό σό σπίτι του να πει, πααίνει μό τό κούρκι να σέσει
(1951)
Ξινόγαλο δεν έχει στο σπίτι του να πιει, πάει με τη γούνα να χέσει. Ενώ είναι θεόφτωχος, καμώνεται τον άρχοντα. Κούρκι ήταν η γούνα που φορούσαν οι αγάδες κι οι μπέηδες. Λεβ. 165
Τσάπου ά σηκώσουν ά θάλι, βgαίνας πό 'πουκάτου
(1951)
Όπου θα σηκώσουν μια πέτρα, βγαίνει από κάτου. Σ' εκείνους που ανακατώνονται σ' όλες τις ξένες δουλειές. Ποντ. Δ. Π. αρ. 275, Όποιον λιθάρ' σ' κώτς αν' ατός αφκά ευριέται
Σ' τον νόμο θάλι 'ξείλτ'σε;
(1951)
Από κλαδί λιθάρι έπεσε; Το έλεγαν ειρωνικά σε κείνους που ανησυχούσαν γι ατειποτένια. Έλεγαν και 'ς ουρανό θαλί κρεμίστη; - Λεβ. 154
Τε την εβίτσα στάσυ έμbη σο 'φτάλμι σου;
(1951)
Από την αυγή στάχυ μπήκε στο μάτι σου;
Ποπίσου του έσει 'φτάλμε
(1951)
Αποπίσω του έχει μάτια