Search
Now showing items 41-50 of 708
Πασχά έρdα τα ράσα, πασχά έρdα ο παπάς
(1951)
Πάσχα = αλλού
Το κούτζιν dου σο γαϊρίδι τζο φτάνει, κουπανίζει το σαμάρι
(1951)
Η δύναμη του στο γαϊδούρι, δε φτάνει, χτυπά το σαμάρι
Το σον dο κατζί εν στσυλλού κουάσιμο
(1951)
Ο λόγος σου είναι σκυλιού κλάσιμο
Σο π'εζόν dο πιθάρι μη κουάν'
(1951)
Στ' αδειανό πιθάρι μην κλάνεις
Μάκε, μάκε, συνdεκνού μάκε
(1951)
Κόποι, κόποι, του συντέκνου κόποι
Α σε κατεβάσω σο ποτάμι, α σε βgάω διψασμένο
(1951)
Θα σε κατεβάσω στο ποτάμι, θα σε βγάλω διψασμένο. Όταν ένας ήθελε να δείξει στον άλλον πως είναι εξυπνότερός του, και πως δεν πιάνεται με τα λόγια. Τόλεγαν και σε γ' πρόσωπο: Παγάνει σε σο ποτάμι, τσαί φερίνει σε διψασμένος. ...
Τσάπ' είνdαι πουά μαμούκτες, για το σεριν dου, για το ποράδιν dου μαχτσουμού 'α βgάλουνε
(1951)
Όπου είναι πολλές μαμές, ή το χέρι ή το ποδάρι του παιδιού θα βγάλουνε
Τσάπ' είνdαι πουά κουμανdάροι, 'ς τα σερε τουν έργον τζο 'ρτσεται
(1951)
Όπου είναι πολλοί κουμανταδόροι, από τα χέρια τους δε βγαίνει δουλειά
Σου να πουγιουρdάς, φα' στσυλλού κρας έν' τζάφ' καό
(1951)
Πουγιουρντώ = διατάζω
Του ποταμίζεται ο νομάτ', αρατίζει αν τζαλούς να πιέσει
(1951)
Ποταμίζομαι = πνίγομαι